Number of hits
since March 2004
To view the Greek letters in Netscape, select "View" menu,
then choose character encoding Greek ISO-8859-7
Copyright © Panayotis Skordos
Copyright © Παναγιώτης Σκόρδος
pskordos (at) alum (dot) mit (dot) edu
19930301 Η γιαγιά μου Πέθανε η γιαγιά μου, πάει ένας μήνας, θέλω να μου λείψει, αλλά δεν μπορώ. Έτσι όπως ήρθε, αθόρυβα, έφυγε, μαζί με όσα είδε, έμαθε, ένιωσε. Χρόνια πριν στο παρελθόν, στην μαρμάρινη φωλιά, σ' έναν άλλο ουρανό, μιαν αλλιώτικη αμμουδιά, με κρατούσε από το χέρι και με τάιζε, μου κρατούσε μυστικά και μ' αγαπούσε. Ταξιδέψαμε τον χρόνο κι εγώ ψήλωσα, και ο κόσμος μεγάλωσε κι είμαι πια μακριά. Όμως μέσα στη σπηλιά είναι αυτό που δεν σβήνει, ζωντανό σαν αγρίμι, σαν διαμάντι, φωτιά. Μαγικά ήταν τα χρόνια της, μυστικά για πάντα, οι γονείς της, τα όνειρα, τα δάκρυα, η καρδιά. Αναπνέει τον αιώνα και ζει τους πολέμους, ήταν ένα κορίτσι και δεν είναι πια. Κρυσταλλένια η θάλασσα και αφράτα τα κύματα βρέχουν κάτω απ' τον ήλιο το νησί της γιαγιάς. Η ζωή της τελείωσε, η ψυχή συνεχίζει, ένα φως που ενώθηκε με τον ήλιο ψηλά. 19931001 Η πέτρα Γλυκό σιρόπι η θάλασσα, αγκάλιαζε τη πέτρα, ένα νησί ολόκληρο μεγάλωσε κι εφύλαξε τη πέτρα, σαν ένα χέρι άπλωσε και κράτησε την πέτρα. Μια σαύρα σάλεψε και βγήκε βόλτα, ένα πουλάκι κάθισε στη κορυφή, με χρώματα χρυσά ο ήλιος την εστόλισε. Η πέτρα είναι μαγική. 19931101 Στο βαπόρι της Πάτμου Μία όμορφη κοπέλα με ξανθά μαλλιά στο βαπόρι για την Πάτμο εσυνάντησα. Με τον ήλιο και τη θάλασσα παρέα αγναντεύαμε μακριά και κουβεντιάζαμε. Μέσα στα γλυκά της μάτια και τα λόγια της ένιωσα μια σιγουριά και την αγάπησα. Και τώρα που είμαστε μακριά και της ζωής οι δρόμοι ξαναχώρισαν, μέσα στις σκέψεις μου θα είναι για πάντα η γλύκα της και τα όμορφα της λόγια. 19950610 Κάτι τρελό Κάτι τρελό, παράξενο κρυφό, φεγγάρι, πορτοκάλι, τριαντάφυλλο, κόκκινο κρασί, αλάτι, βροχή. Ένα καβουράκι, μια γαρίδα, μια γωνιά στο βράχο. Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μα δεν ξέρω αν κι εσύ με αγαπάς. Ιδέες χωρίς ρίζα, φύκια στο νερό, κλαδιά που ταξιδεύουν με το κύμα, φύσα αεράκι, θα έρθω να σε βρω, δίπλα σου θε' να κάτσω, στο χαλί, γύρω απ' τη φωτιά, τσάι να πιω. 19960410 Ουρανέ μου Ζω με τις σκέψεις μου και την πατρίδα μου. Ζω απ' τη μάνα μου, και τους προγόνους. Ζω με συναισθήματα και αναμνήσεις, από μιαν άλλη ζωή που δεν έζησα. Κοίταξε με γαλάζιε ουρανέ, με τα χρυσά σου μάτια, και πες μου. Ποιός είμαι; Κοίτα στο βάθος του διαδρόμου που ο χρόνος κυλά και πες μου. Προχωράμε καλά; Κι αν δεις βράχια μπροστά, λυπήσου μας, κι άνοιξε τα μάτια του κόσμου, κι άνοιξε τη καρδιά του κόσμου, για να ζήσουμε όλοι σαν ένα. 19960510 Η πόλη με τα ψηλά δένδρα Σαν μια κυψέλη μέλισσας, γύρω μου ψηλά δένδρα, μια σπιθαμή ουρανός, κοιτάζω να δω τον ήλιο. Μυρμήγκια αμέτρητα πλημμυρίζουν τον δρόμο, και κάθε τόσο της φωτιάς ο συναγερμός. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, ο καιρός περνάει κι εγώ απ' την κυψέλη μου αγναντεύω. Την προστασία και ησυχία σπάνιο να τη βρει κανείς, μόνο στην φυλακή. Μα μέσ' στη πόλη αυτή, μέσ' στη κυψέλη μου, την βρήκα. 19960723 Στο πλάι της Αλίκης Μια φίλη μας αρρώστησε, κι ένας λαός ολόκληρος εδάκρυσε. Μια φίλη μας που έλεγε ιστορίες, και με τα όνειρα της μεγαλώσαμε. Κάποιοι είδαν τον μαυρόασπρο χιτώνα που ήρθε να την πάρει, και ο θρήνος άρχισε. Μα ο θεοί του Ολύμπου χαμογέλασαν, και άφησαν το δάκρυ να πάρει τον δρόμο του. Στο μήκος του πελάγου ο ήλιος φώτισε, και είδαμε προς στιγμήν, χαρές και λύπες, με οι χαρές πιο φωτεινές. Είδαμε τις ιστορίες της, τα έργα της, τα λόγια της και τα τραγούδια. 19960810 Θεέ μου Θεέ μου, θεέ μου, γιατί ζούμε; Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι παιδιά; Γιατί δουλεύουμε τόσες ώρες; Πολλά χαμόγελα, χωρίς νόημα, και καλοί άνθρωποι που σκοτώνουν. Πως χάθηκε η αγάπη, πως φούντωσε ο εγωισμός, ποιός είναι ο σκοπός του κόσμου, και τι αναζητούμε. Ξεχάσαμε από τι είμαστε. Βάλε το χέρι σου, να μην χαθούμε, ένα λαός κουβάρι, τυφλοί, χωρίς μυαλό, μόνοι μας περπατούμε, σαν έναν μεθυσμένο μπεκρή. 19960910 Μυρμηγκοφωλιά Μια μυρμηγκοφωλιά υψώνεται μέσα στη σιωπή της πόλης, με φώτα, με παράθυρα πολλά, με ατσάλι κεντημένη. Μικρά μυρμήγκια τρέχουνε, κοιτάζουν, αγωνίζονται, να φτάσουν όλο πιο ψηλά, να φάνε όλα τ' αγαθά, να επιτύχουν. Ποιανού κατάρα είναι αυτή, που ησυχία δεν θα βρει, σ' αυτή τη μάταιη ζωή ο μύρμηγκας που προσπαθεί το εγώ του να γεμίσει. 19970610 Θαλασσινές εικόνες Το άσπρο φεγγάρι το λαμπρό ξάπλωσε πάνω στο γιαλό κι ένα δελφίνι πεταχτό ερωτευμένο κι αγαθό ήρθε και του είπε μυστικό πως σ' αγαπώ, πως σ' αγαπώ. Μια παναγία έκλαψε και τα νερά θολώσανε απ' την βροχή, και όταν σταμάτησε μια ησυχία άπλωσε στη φύση. Τα κεφαλόπουλα αφουγκράστηκαν κι ήρθαν κοντά για προσευχή και για χορό. 19980219 Η μικρή φοράδα Μέσ' στην ατέλειωτη πεδιάδα του χρόνου, τρέχει ασταμάτητα χωρίς να σκεφτεί αλαφιασμένη με αφρούς στο στόμα --- μία φοράδα και εμείς στην πλάτη επιβάτες λωλοί. Η κοινωνία, η πολιτεία, η ηθική, και η θρησκεία, η γλώσσα, η ιστορία, και οι κανόνες ζωής, και η πολύχρωμη φοράδα που τρέχει και τρέχει, μα γιατί τρέχει, πού πάει, πού θα φτάσει, γιατί; Αχ, η φοράδα η μικρούλα έχει ξεχάσει το δρόμο που ήρθε και δεν συλλογιέται τι ψάχνει να βρει, και δεν συλλογιέται ότι ίσως χάσει, έτσι που πάει, τα άσπρα λιβάδια που είχε μικρούλα χαρεί. 19980220 Εγώ και το θέατρο Κάθε μέρα με λαλεί ο πετεινός, κι εγώ πάντα το κοστούμι μου φορώ. Με τα μάτια μου μισάνοιχτα οδεύω, κι όταν φτάσω στο γραφείο μου ξυπνώ. Κάθε μέρα τους συντρόφους μου κοιτάζω, και με ψεύτικη φιλία χαμογελώ. Ό καθένας μας τον άλλο δεν τον νοιάζει, και θεό του έχει βάλει τον εγωισμό. Κάθε μέρα στο σπιτάκι όταν γυρίζω, με ανακούφιση αναπνέω και ξεχνώ τους συντρόφους θεατρίνους στο γραφείο, και ανθρώπινος να γίνω προσπαθώ. 19980221 Δεκαεφτά χρόνια Σαν τους παλιούς θαλασσινούς, σαν τους παλιούς νησιώτες ταξίδεψα με την ελπίδα να βρω τη τύχη μου μακριά, κι άφησα την πατρίδα στα δεκαεφτά μου χρόνια. Δεκαεφτά χρόνια στην ξενιτιά κι ο νους μου πάντα πίσω, άλλους ανθρώπους γνώρισα, άλλες συνήθειες είδα, σοφία και γνώσεις πλούτισα, μα ηρεμία δεν βρήκα. Στον ύπνο πάντα έβλεπα τα παιδικά μου χρόνια, τη μυρωδιά της θάλασσας, τον άνεμο, τα βράχια, τα πεύκα, την ηλιόλουστη αμμουδιά, τους φίλους, τα παιχνίδια, της μάνας μου τα φαγητά, και ξύπναγα με μιαν μόνο ελπίδα. 19980316 Ακούγοντας τη βροχή Σ' ένα στενό δρομάκι, στο βάθος τ' ακρογιάλι, κάτω απ' το παραθύρι, στη γωνιά, καθόταν και άκουγε το χελιδόνι, την μουσική που έπεφτε στο δρόμο από ψηλά. Μάστορας ο αγέρας ο μαέστρος, κι οι στάλες πίσω μπρος μεθοδικά, κι ένα ρυάκι που κράταγε το μπάσο, ολόκληρη ορχήστρα για μια καρδιά. Το χελιδόνι αγνάντευε στο βάθος τα σύννεφα και την γαλάζια θάλασσα, και ανέπνεε την μυρωδιά απ' το χώμα, και η καρδιά του δεν γύρευε τίποτα άλλο πια. 19980319 Το ποίημα Ο ποιητής που γράφει απ' την καρδιά του είναι σαν τον γυμνό κολυμβητή. Μα η γλώσσα που πανάρχαια τον στηρίζει κάνει κύμα κι αποχρώσεις στο χαρτί. Κι όταν πάλι γαληνέψει κι ηρεμήσει σαν καθρέπτης αντανακλά τον θεατή. 19980327 Που πάμε; Χάσαμε τον ακριβό μας σκύλο, λυπηθήκαμε, μα για το γύρω κόσμο δεν νοιαστήκαμε. Δίπλα το χαζοκούτι παίζει, ο καθρέπτης μας, σαν τα ναρκωτικά το φτιάξαμε και το αγαπήσαμε. Πλάι του μεγαλώσαμε και συνηθήσαμε, την βία, τον τρόμο, το πορνό, τους σκοτωμούς. Και πάνω από όλα να κερδίσουμε, να αποκτήσουμε. Μα τον εαυτό που χάσαμε δεν τον σκεφτήκαμε. 19980402 Πυροφάνι Κάτω από τ' άστρα που τρεμοπαίζουν με σύντροφο την αλμύρα και τη δροσιά ανοίγεται μια βάρκα μέσα στο κάβο και τραγουδάει γλυκόλογα με τα κουπιά. Πάνω στην πλώρη έχει φορέσει ένα φανάρι κι είν' τόσο όμορφο κι ελκυστικό μέσ' στη βραδιά που όλα τα ψάρια το ερωτεύτηκαν απόψε και τρέχουν γύρω του χορεύοντας τρελά. Κι είναι της θάλασσας η αγάπη πολύ μεγάλη που θα χαρίσει τα τρυφερά της ζωντανά στην όμορφη βαρκούλα με το φανάρι για να την κάνει να ξανάρθει κι άλλη φορά. 19980501 Ο δρόμος του Λεπτός, κομψός κι ευαίσθητος ο νεαρός, σοφός, με τρόπους, σπουδαγμένος, διπλώματα, συγγράμματα και όνειρα, στην πέτρινη οδό είναι έμπορας πετυχημένος. Χρυσό, χαλκό, πετρέλαιο, και δάνεια, πουλάει κάθε μέρα, υπολογίζει και μετρά, ξαναγοράζει, ξαναπουλά, μα πιο φθηνά και πιο ακριβά, στο τέλος βγάζει κέρδος. Και η ζωή του όλο κυλά, όλο μακραίνει πιο μακριά κι ο δρόμος ξετυλίγεται μα δεν ξαναγυρνά. Κι ο νέος που έγινε παχύς στο βλέμμα και στην όψη, ξαναρωτάει, αν είναι αυτός ο δρόμος του, αν έρχεται καλά. 19980531 Ο εαυτός σου Ταξίδεψα μέσα στου χρόνου το νοτιά, με τα ματάκια σου, και την καρδιά μου έσφιγγα κρυφά, όπου σε είδα, σε χίλιους δρόμους, σε βουνά, σε θάλασσες, μονάχο να αρμενίζεις με μιαν ελπίδα. Σε μια τραμπάλα πέταγες στον ουρανό, σε μια βαρκούλα όριζες το σύμπαν, σε ένα σπιτάκι ένιωθες την θαλπωρή, μα τ' άφησες, σε ένα σχολειό κυνήγησες τη μοίρα. Μα δεν τη βρήκες, κι ύστερα πικράθηκες, σε μιαν δουλειά δούλεψες για το χρήμα. Και τώρα σύντροφος σου είν' τα πανιά, μέσ' στου πελάγου την ομίχλη και την αλμύρα. Κι όμως δεν είσαι μόνος, ήλιοι που βασιλέψανε, φίλοι και συγγενείς μας, λόγια και εικόνες από το παρελθόν έρχονται στην ψυχή μας, και μιαν αγάπη ατέλειωτη, απέραντη, αιώνια κι ανέμελη, μέσα στη μοναξιά, μέσα στον χρόνο τον τραχύ, έρχεται να σε ξαναβρεί με μιαν ελπίδα. 19980606 Ηλιοβασίλεμα Ανάμεσα στη θύελλα εφύσαγε με ορμή, κι αγρίευε τη θάλασσα και χτύπαγε τη γη. Οι γλάροι καρτερούσανε κρυμμένοι σ' ένα βράχο. Τα δένδρα σκύβαν κι έτρεμαν του ανέμου την οργή. Άξαφνα μέσ' στη θύελλα σηκώθηκε ο ήλιος, και πάνω στα άσπρα κύματα χάραξε μια γραμμή, Τα σύννεφα φοβήθηκαν κι άνοιξαν τα φτερά τους κι η πλάση τον εκοίταξε στα μάτια με στοργή. Το βάθος του ορίζοντα διάλεξε σαν ζωγράφος, και άπλωσε πρωτάκουστα χρώματα στο πανί. Δυο νέοι τον εκοίταξαν κι έχασαν τη μιλιά τους και στάθηκαν ακίνητοι, η νύχτα για να 'ρθει. 19980607 Η σκηνοθέτιδα Ένα λουλούδι στη ζωή μου, μία αγνώριστη χαρά, μία φωνή στο κούτελο μου, λόγια γλυκά, ψιθυριστά, κι από τα χέρια της μια φλόγα και ένα πάθος ξεπηδά. Μία κοπέλα μαυρομάλλα με δυο ματάκια καστανά, γεμάτη δίψα κι ειλικρίνεια για τη ζωή που ξεκινά. Ευαισθησία και πονηράδα, αυθόρμητος νεανισμός, μια καλλιτέχνης του θεάτρου, ερωτευμένος δημιουργός. Μία βραδιά μόνο την είδα, αξέχαστη παντοτινά μα η φωνή της μου έχει αφήσει ένα σημάδι στην καρδιά. 19980609 Τηλεθεατής Ήρθε η ώρα να πας για ύπνο, μην κάθεσαι άλλο, είναι αργά. Τι θα κερδίσεις, τι θ' απολαύσεις να δεις ένα έργο με μάτια κλειστά. Το χαζοκούτι δεν με αφήνει με έχει ζαλίσει σαν θυμιατό, έχω ξεχάσει τι πρέπει να κάνω, νιώθω πιωμένος με ναρκωτικό. Κλείσε τα μάτια σου, κλείσε τ' αυτιά σου δες την ψυχή σου ψηλά σαν αετό κοίτα τον κόσμο και τη δουλειά σου σκέψου τις ώρες που χάθηκαν εδώ. Είμαι ένα πτώμα, πολύ κουρασμένος εικόνα και ήχος με καθοδηγούν σαν τη φουρτούνα με συνεπαίρνουν στο τέλος στα βράχια με πετούν. 19980614 Ασημένια θάλασσα Συννεφιασμένος ουρανός κι η θάλασσα ασήμι, με απάνεμο, ψιλή βροχή, κι απέραντη γαλήνη. Σαν μάγισσα με υπνώτησε και με έκανε δικό της, σαν έρωτας απρόσμενος με πήρε στο πλευρό της. Η ομορφιά της με άρπαξε, με γέμισε με ρίγος, και ύστερα με σφεντόνισε στο χρόνο σαν την σβούρα, έτσι που τη ζωή μου είδα με μιας ολόκληρη ολομελής, σαν μια ψυχή που ξέφυγε του κόσμου την οδύνη. Μα αφού η ώρα πέρασε κοιτάζοντας την πλάση, βγήκε ο ήλιος και άλλαξε το ασήμι σε χρυσάφι εσήκωσε το λάβαρο στου πελάγου την άκρη, και μύρια αστέρια σκόρπισε στου γλαυκού το πετσί. Τότε τα μάτια μου άνοιξα βλέποντας την μαγεία, και το αύριο σκέφτηκα με ανυπομονησία, τότε ένας γλάρος πέταξε σαν να ήταν η καρδιά μου, κι εγώ στον ήλιο χάρισα την αγαπητικιά μου. 19980616 Νεανική αγάπη Κρατώντας χέρι χέρι εις την ακρογιαλιά, σαν δυο ανθισμένα φύλλα στο έλεος του βοριά, κοιτούσαμε τον ήλιο και την γαλάζια θάλασσα, και είπα να σε φιλήσω στα μαλλιά. Δυο πράσινα δενδράκια θροΐζαν δροσερά και λίγα λουλουδάκια σκαρφάλωναν ψηλά σε ένα βράχο που κάτσαμε μαζί αγκαλιαστά και είπα να σε φιλήσω στα μαλλιά. Τα σύννεφα στον ουρανό έτρεχαν σαν τρελά, τα κύματα στο πέλαγο ζήλευαν να τα φτάσουν, ο άνεμος μας χάιδευε το δέρμα τρυφερά κι είπα να σε φιλήσω για πρώτη φορά. 19980617 Αναζητώντας όνειρα Μια τέτοια ώρα κάθε βραδάκι νιώθω τις σκέψεις μου να κολυμπούν μέσα στο χρόνο, μέσ' στη ζωή μου, μέσα στο χάος, εξερευνούν. Μια τέτοια ώρα κάθε βραδάκι βλέπω τα αστέρια των ουρανών και ταξιδεύω σε άλλα μέρη σε φίλους που έμειναν στο παρελθόν. Μια τέτοια ώρα κάθε βραδάκι αναρωτιέμαι τι κάνω εδώ πως πήγε η μέρα, τι περιμένω; σχέδια για αύριο αναζητώ. Μια τέτοια ώρα κάθε βραδάκι τα μάτια μου κλείνω, προσπαθώ δουλειά και έννοιες να αφήσω πίσω, σε όμορφα όνειρα ψάχνω να μπω. 19980621 Κάτω απ' τον ήλιο Σκούρα ζωάκια, άσπρα ζωάκια, δέρμα με τρίχες, δέρμα γυμνό, μαζί απλωμένα δίπλα στο κύμα χορταίνουν μια δίψα για ήλιο λαμπρό. Σώμα ωραίο και γυμνασμένο, σώμα με λίπος, πλαδαρό, μαζί αναπνέουν ζεστό ιδρώτα, λάδι κι αρώματα, αλάτι και χώμα, νιώθουν το αεράκι το δροσερό. Λίγες οι σκέψεις, πολύ η γαλήνη στα χέρια της μάνας ένα μωρό αφήνουν το φως να τους χαϊδεύει σαν ένα φρούτο σαν ένα αμπέλι που θέλει να γίνει καρπερό. 19980625 Καλλιτεχνική ψυχή Κρυφή αγάπη, αδυναμία, αμαρτία, τροφή θεϊκή, κρυστάλλινο νερό, το να μαθαίνω, να εξερευνώ, η δημιουργία, τίποτε άλλο όσο αυτό δεν λαχταρώ. Κι αν μου το πάρουν, αν το χάσω, πως θα ζήσω; Χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον, χωρίς εαυτόν. Σαν καρδερίνα που πεθαίνει μες την κλούβα, σαν μια γαρίδα τραβηγμένη απ' το νερό, σαν μια γιαγιούλα που έχει χάσει το παιδί της, έτσι είμαι τώρα, μαραζώνω και πονώ. 19980627 Μια παρέα φίλων Σε μια ταβερνούλα κάτω από τα δένδρα φυσάει το αεράκι θερινή δροσιά, φίλοι συζητάνε, γέλια και ιστορίες, μοιράζονται της ζωής τα μυστικά. Ξάφνου ένας ξένος μπαίνει στην παρέα και όλοι σταματάνε μονομιάς, όπως η αχιβάδα κλείνει το καβούκι μόλις νιώσει μια άγνωστη σκιά. Μα σαν φύγει ο ξένος, πάλι ξεκινάνε λόγια και τραγούδι απ' τη καρδιά. Ανοίγει τα φτερά της η αχιβάδα και γεύονται της φιλίας τα αγαθά. 19980701 Μία ελπίδα στη ζωή Στην τρικυμία της ζωής κράταγα ένα ξύλο. Μες τη βροχή, στην παγωνιά, αγκάλιαζα το ξύλο. στα βράχια όταν με πέταγαν, προστάτευα το ξύλο. Σαν εύρισκα αγριόψαρα, σκαρφάλωνα στο ξύλο. Μόνο σαν λίγο κόπαζε, πλάι του κολυμπούσα, κι αν δεν το είχα στη ζωή, σίγουρα δεν θα ζούσα. 19980720 Ξένος Νιώθω σαν ξένος όπου κι αν πάω, νιώθω σαν ξένος στην ξενιτιά, νιώθω σαν ξένος μέσ' στη ψυχή μου, ξένος στα μέρη τα πατρικά. Ο κόσμος που ήξερα έχει αλλάξει, Τα όνειρα που έκανα, σαν συννεφιά, το χθες σαν σήμερα ξαναγυρίζει σαν ένα αγρίμι στην σπηλιά. Σ' ένα δρομάκι μέσ' στο σκοτάδι μια σιλουέτα περπατά, δίπλα στον τοίχο ξεγλιστράει μ' ακολουθεί σαν μια σκιά. Σε μια σπηλιά με σταλακτίτες έχω τις στάλες συντροφιά εδώ ο χρόνος σταματάει εδώ δεν είμαι ξένος πια. 19980723 Οι κατακτητές Και είδε ο Μέγα Αλέξανδρος και θαύμασε πως μήτε όπλα, μήτε σπαθιά είχαν στα χέρια μα είχαν λεφτά, ναρκωτικά και ελευθερία και στον καιρό, όλη η γη, δικιά τους λεία. Σαν μύκητας αχόρταγος απλώθηκαν κι έφαγαν γλώσσες, παραδόσεις και αξίες παλιούς πολιτισμούς και κοινωνίες και στον καιρό, όλη η γη, μια ομοιόμορφη ουσία. Μα ήταν κακοί, ήταν κακοί, οι βάρβαροι; Μα τα λεφτά σίγουρα θέλαν πιο πολλά, και βρήκαν τρόπο να μας κάνουν σαν κι αυτούς. Οι Αμερικάνοι, οι ζηλευτοί, οι Αμερικάνοι, οι ξακουστοί. Οικονομία ελεύθερη καθώς και κοινωνία, μα η ζωή πανάκριβη κι όλη μέρα δουλεία, η οικογένεια χάθηκε, οι φόροι εξουσία, το νέκταρ που προσφέρουνε, ναρκωτικά και βία. Οι Αμερικάνοι, οι ζηλευτοί, οι Αμερικάνοι, οι ξακουστοί, οι πλούσιοι, οι δυνατοί, πολιτισμένοι. Μα ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είναι αυτοί; Κανείς δεν ξέρει. 19980814 Αμερικάνε τι τα θες Σε μιαν φτωχή απλή γωνιά κάτω από τα Πατήσια δυο αγόρια ρίχναν καλαθιές και ονειροπολούσαν πως κάποτε σπουδαία κι αυτά θα γίνουν και γελούσαν. Αμερικάνε, πως τα πας; Καλά, κι εσύ; Επίσης. Μεγάλε, εσύ, σου είναι γραφτό στο Αμέρικα να παίξεις. Μεγάλε, μη το λες κι εσύ, μια μέρα εκεί θα παίξεις. Τα χρόνια πέρασαν γοργά και τα παιδιά αντρώσαν, και το ένα του έλαχε γραφτό στο Αμέρικα να έρθει, κι αυτούς που τους εζήλευε τώρα δεν τους αντέχει. 19980806 Πασά μου Είμαι ένας πασάς και δεν θα παντρευτώ ποτέ, αν μια κοπέλα υπάκουη δεν βρω. Τα γούστα μου πάντα έκανα, δεν άντεχα ζυγό. Το εγώ μου πάντα πρόσεχα από γεννησιμιό. Στο κόσμο αυτό μεγάλωσα με συναγωνισμό. Μονάχα τον εαυτούλη μου είχα να βασιστώ. Έτσι έμαθα και έγινα, γιατί ν' αλλάξω τώρα; Τους ρόλους στην οικογένεια ξεκάθαρους θαρρώ, εγώ είμαι καπετάνιος, πασάς και αρχηγός, και έχω μια γυναίκα, γλυκιά κι αγαπητή το σπίτι να γεμίζει αγάπη, θαλπωρή, να ξέρει πως να υποχωρεί γιατί είναι δυνατή, πιο δυνατή από μένα. 19980816 Πλούσιοι φτωχοί Ήμουν γοητευμένος κι έτρεχα να τους βρω. Είχα ακούσει τόσα για τα πλούτη τους, για τη ζωή τους και τα έργα τους, την όμορφη και άξια οικογένεια τους. Ήρθαν απ' την πατρίδα και έκαναν λεφτά, δουλεύοντας σκληρά μέσ' στη μιζέρια, κι όταν τα καταφέρανε, εκοίταξαν ψηλά, μα ξέχασαν το δάσος για τα δένδρα. Ξέχασαν από που ήρθαν και τη γλώσσα τους, πήρανε ρετιρέ και μία κούρσα, γράμματα, μέτρο και λογισμό δεν γνώρισαν, γέμισαν τη ζωή τους με παιχνίδια. Και τώρα ψάχνουν να γεμίσουν το κενό κρυφά ρωτώντας αν αυτή είναι η ευτυχία, κι έχουν γεμίσει κόλακες και άλλους πλούσιους φτωχούς που στεφανώνουν το άδειο με σαπίλα. Πήγα κι εγώ φτωχός για να τους δω, μα τα έχασα σαν έφτασα και είδα, λερώθηκα και ψάχνω πως να ξεπλυθώ, θυμήθηκα τα λόγια, μακριά απ' τα σκουπίδια. 19980830 Το σπίτι που μεγάλωσα Το σπίτι που μεγάλωσα μακριά κι αν είναι τώρα, μέσ' το μυαλό μου είναι κοντά, μέσ' τη καρδιά μου φλόγα. Του δωματίου η γωνιά που κοίταζα με ώρες είναι γεμάτη μυστικά όπως και τότε τώρα. Το κάδρο με κεντήματα που έφτιαξε η μητέρα μέσ' στο σαλόνι κρέμεται και με κοιτά ακόμα. Τρία κρεβάτια όλα μαζί, με όλη τη φασαρία, γλυκύτερο ύπνο στη ζωή ποτέ αλλού δεν βρήκα. Ο κούκος στην κουζίνα μας, φωνή της ησυχίας, σαν καρδερίνι κελαηδά τα χρόνια της ζωής μας. Το στρογγυλό τραπέζι μας με τ' ακριβά σερβίτσια, με τις πιατέλες φαγητά, παραδεισένια δείπνα. Μα κι οι καυγάδες είναι εδώ, λαβωματιές στα στήθια αχ η ζωή είναι σκληρή και δύσκολη η αλήθεια. Η βιβλιοθήκη μας λιτή, λίγα έχει βιβλία, σαν καντηλάκι απλοϊκό τρέφει την φαντασία. Η θέα από το παράθυρο, η γειτονιά, η πόλη, σύννεφα και ήλιος σμίγουνε, κι όνειρα μου γινήκαν. Όπου κι αν πάω, όπου σταθώ, μακριά κι αν είμαι τώρα, το σπίτι πάντα αναζητώ μεσ' την καρδιά μου φλόγα. 19980904 Αγαπημένο βάζο Καλό μου βάζο, τι γλυκό που είσαι κι απαλένιο, από την άμμο του γιαλού και τη φωτιά πλασμένο. Τέλειο είναι το σχήμα σου, απ' του Φειδία τα χέρια, από αρχαιότητας γνωστό, πρωτόγνωρο σε μένα. Της Αφροδίτης το κορμί κρυφά αναγνωρίζω, σαν τις καμπύλες σου κοιτώ και το λαιμό αγγίζω. Την ομορφιά του σύμπαντος κρατάς στα σωθικά σου, κι αντανακλάς τη λογική μέσα απ' την ομορφιά σου. Του Παρθενώνα απόγονος, του φιλοσόφου σκέψη, χρυσές αναλογίες σου, θεός έχει διαλέξει. Διάφανο αριστούργημα μαγεύεις την ματιά μου, σαν το κρυστάλλινο νερό, πατρίδα, θάλασσα μου. Του ουρανού τα χρώματα σκορπάς ολόγυρα σου, σαν έρθει ο ήλιος να λουστεί μέσα στην αγκαλιά σου. Τη νιότη κρύβεις μέσα σου, σαν μαγικό λυχνάρι, δως μου και με λίγο να πιω της ήβης το πιθάρι. Αχ. Και είσαι τόσο αφρούρητο και εύθραυστο γυαλί μου, που ανησυχώ γιατί η ζωή είναι απρόσεχτη, παιδί μου. Ω, μη σε χάσω, βάζο μου, μακριά σαν είσαι τώρα, τι θ' απογίνω μοναχός χωρίς φιλία και δώρα. Αχ, παραλίγο να χαθείς, θεέ μου, μη, δεν πρέπει, ο άγγελος σε φύλαξε, θεός να σε προσέχει. Άτσαλη που είναι η ζωή, ποιος μένει και ποιος φεύγει, κανείς δεν ξέρει τ' αύριο, κανείς δεν το προσμένει. Είναι άγια δώρα οι ώρες μας και κάθε αναπνοή μας, κάθε ματιά, χαμόγελο, κι αγάπη στη ζωή μας. Κάθε πρωινό που έρχεται, κάθε βραδιά σαν έρθει, μέσ' τη καρδιά μας θε να μπει, αξέχαστη να μένει. 19980905 Άτυχο ελληνόπουλο Άτυχο ελληνόπουλο που χάθηκες αδίκως απ' τους δικούς σου μακριά, στη παγωνιά του πλήθους. Άτυχο ελληνόπουλο που δε θα σε γνωρίσω ποτέ τώρα που έφυγες, μα θα σε χαιρετήσω. Άτυχο ελληνόπουλο ποια μοίρα το 'χε γράψει, στερνό ήταν το ταξίδι σου στα πατρικά εδάφη. Άτυχο ελληνόπουλο στου ωκεανού τα βάθη, και στου ουρανού τα σύννεφα το κύμα σ' έχει θάψει. Άτυχο ελληνόπουλο πικρά βασανισμένο, λουλούδι εκατόφυλλο, άδικα μαραμένο. Άτυχο ελληνόπουλο που όλα ήταν δικά σου, τώρα όλα χαθήκανε από την αγκαλιά σου. Άτυχο ελληνόπουλο ποιος το είπε στη μητέρα, που κλαίει τώρα ολημερίς σκεπτόμενη εσένα. Άτυχο ελληνόπουλο πως χάθηκες αδίκως απ' τους δικούς σου μακριά, στη παγωνιά του πλήθους. 19980906 Κοιτάζοντας απ' το παράθυρο Κοιτώ απ' το παράθυρο την πλάση που ανθίζει, και μέσα μου απέραντη ηρεμία με γεμίζει. Σήμερα ο ήλιος έσκυψε σαν Άρτεμις κοντά μου, κι από τον ύπνο το γλυκό άνοιξε τα βλέφαρα μου. Κοιτώ απ' το παράθυρο τα δένδρα μέσ' στο κήπο, κι ακούω τα θροΐσματα, φωνές του παραδείσου. Σήμερα κάτι άλλαξε βαθιά μες την ψυχή μου, σαν να ξαναγεννήθηκε η αγάπη στη ζωή μου. Ακούω τα γαβγίσματα των σκύλων που μιλούνε, και ξαναγίνομαι παιδί κρυφά να μη με δούνε. Ο ήλιος του μεσημεριού γλιστρά μες στο μυαλό μου και ταξιδεύω στα νησιά του Ομήρου, όνειρο μου. Ρουφώ τη ζέστα σαν τροφή απ' το παραθυράκι, όπως της μάνας το βυζί θηλάζει το μωράκι. Μέσα στο στήθος μου η καρδιά χτυπά με ευτυχία, κι οι ώρες τρέχουν ρυθμικά μέσα στην ησυχία. Τα φύλλα τρεμοπαίζουνε στου άνεμου το χάδι, σαν του νερού τα κύματα στο φως και στο σκοτάδι. Ένα πουλάκι κάθεται μπροστά στο παραθύρι, εννέα μούσες σκέφτεται και τις ανιστορίζει. Τόσο γλυκό κελάηδισμα αλλού δεν έχω ακούσει, είναι μεγάλος ο θεός κι είναι γλυκιά η φύση. Πολύμνια, Ερατώ, Μελπομένη, Κλειώ, Καλλιόπη, Θάλεια, Ευτέρπη, Τερψιχόρη, Ουρανία. Κοιτώ απ' το παράθυρο κι η πλάση σκοτεινιάζει, θυμώνει ο Δίας κι αστραπές στα σύννεφα ετοιμάζει. Σήμερα η γη εδίψασε και ζήτησε νεράκι, όπως διψά ένα μικρό μέσ' στο Αιγαίο νησάκι. Ακούω βροντές σαν τύμπανα κι ύστερα ησυχία, όπως τα λόγια του θεού στην πρώτη εκκλησία. Σήμερα ο ήλιος κρύφτηκε και σώπασαν τα ζώα, μέσα σε θάμνους και φωλιές προσμένουνε την μπόρα. Κοιτώ απ' το παράθυρο κι ο άνεμος φυσάει, παίρνει τις στάλες της βροχής και γύρω τις σκορπάει. Μέσα στο μισοσκόταδο ορμάνε σπαθιά από φώτα, που λαμπαδιάζουν σαν δαδί στου ουρανού τη πόρτα. Η σάλα κι η κουζίνα μας στο τζάμι καθρεφτίζουν, σαν έξω είναι σκοτεινά, λες πως τα δένδρα αγγίζουν. Το τρίποδο της μουσικής φαντάζει μέσ' στα φύλλα, λες τον Αρίωνα καλεί να έρθει με την λύρα. Κλείνω τα μάτια και κοιτώ βαθιά μέσ' στην ψυχή μου νιώθω χαρά, μυστήριο, κι ειρήνη στη ζωή μου. Σιγά σιγά η βροχή περνά κι ο άνεμος κοπάζει, το χώμα πια ξεδίψασε και τη δροσιά μοιράζει. Δειλά δειλά τα σύννεφα αραιώνουν και μακραίνουν, και τον γαλάζιο ουρανό μπροστά μου ξαναφέρνουν. 19980921 Δάκρυα της βροχής Κάθε φορά που βρέχει μια Παναγία κλαίει για να ξεπλύνει αυτά που κάνουμε στο κόσμο αυτό. Κάθε στάλα που πέφτει είναι ένα δάκρυ γεμάτο πόνο για το άδικο, το άστοχο, τον εγωισμό. Κάθε κλαρί που κόβεται είναι κραυγή, ένα κάλεσμα, ερώτημα, τι κάνουμε εδώ. Ο ήλιος κρύβεται απ' τη ντροπή όταν πολλά τα λάθη μας, πολύ η ζωή χωρίς σκοπό. Κάθε φορά που βρέχει τα μαραμένα πέταλα ξανάρχονται, πυγολαμπίδες γύρω μας, σκάλα στον ουρανό. Κάθε στάλα που πέφτει είναι ψιθύρισμα να μη ξεχάσουμε τον ήλιο, την ιστορία, τον Χριστό. Κάθε φορά που βρέχει μια Παναγία κλαίει για να ξεπλύνει αυτά που κάνουμε στο κόσμο αυτό. 19990205 Το νούμερο της κοπέλας Με αγωνία, με δισταγμό, με φόβο της τηλεφωνώ και η καρδιά σαν άσπρο χελιδόνι φτερουγίζει. Τι αίσθημα παράξενο, τι κίνητρο απώτερο, το νούμερο μιας όμορφης κοπέλας. Να είναι φιλία, ένα άγγιγμα, μια συντροφιά, η να είναι έρωτας, σπίθα, κι επιθυμία. Μα όσο κι αν αγωνιώ, μόλις ακούσω τη φωνή της ησυχάζω. Είναι γλυκιά σαν τη φωνή της Καλυψώ, ζεστή και ήρεμη σαν θάλασσα σε μια σπηλιά του βράχου, ο ήλιος να μπερδεύεται παιδιάστικα με το νηφάλιο γαλάζιο. 19990212 Σαν τον άνεμο Ήταν ένα κορίτσι που το αγάπησα γιατί να μην την αγαπήσω δεν θα μπορούσα. Ήταν ένα κορίτσι σαν τον άνεμο, όμορφη σαν την Ελλάδα, νησί μέσ' στο Αιγαίο. Το πρόσωπο, τα χέρια της, το βήμα της ποιός γλύπτης δεν θα ζήλευε να τα ομοιάσει. Το σώμα της γλυκό και τέλειο σαν ένα άγαλμα της Αφροδίτης στο Καπιτωλίνο. Τα μάτια της γεμάτα λάμψη απ' τον ουρανό, τα χείλια της, τα μάγουλα δεν θα μπορούσα να μην τα φιλήσω. Η αγκαλιά της ήταν ο Παράδεισος κοντά της τίποτα άλλο δεν ζητούσα. Και η φωνή της γνώριμη, ζεστή, με διαπέρναγε, με μάγευε, δεν θα μπορούσα να μην την αγαπήσω. 19990710 Το νησί Φύσηξε ο άνεμος κι ήρθα σε ένα νησί που έψαχνα να βρω εδώ και χρόνια. Ήταν το πιο γλυκό, πιο όμορφο νησί που γνώρισα. Είχε μια λάμψη, μια αρχοντιά, μια ζεστασιά που δεν ξανάδα, κι ήθελα να περάσω δίπλα του όλη μου τη ζωή. Στην αμμουδιά σαν ξάπλωσα, όλα σταμάτησαν. Στην θάλασσα σαν βούτηξα, με αγκάλιασε. Το ερωτεύτηκα κι όσο το γνώριζα άρχισα να πιστεύω στον Παράδεισο. Μα ξαφνικά ο Ποσειδώνας φύσηξε και το νησί μου έφυγε μακριά, πίσω απ τον ωκεανό, μακριά. 19990730 Τζοκόντα Ήταν ένα κορίτσι σαν μια ζωγραφιά που θύμιζε σοκολατάκι της Τζοκόντα. Βελούδινα τα μάγουλα, τριαντάφυλλα τα χείλια, μετάξι τα μαλλιά της καστανόξανθα. Σε μια παρέλαση κρατούσε την σημαία, ντυμένη μπλε και άσπρο, μόνο αυτή. Στη μικρή καμπίνα της, άκουγε πινκ φλόυντ. στη σάλα του χορού, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα. Τα δάκτυλα της ήταν απαλά κι ευλύγιστα σαν την καρδιά της, τρυφερή κι αθώα. Και όμως ήταν τόσο δυνατή. Το σώμα της ήταν ζεστό κι ελκυστικό, μα πάντα σεμνά ντυμένο. Χαμογελούσε και χάριζε χαρά, κι όταν πονούσε, μέσα της το κρατούσε, δικό της. Πανέξυπνη κοπέλα που ήξερε πως να φερθεί, και μέσα στην παρέα μας πάντα ξεχώριζε. 19990819 Ήλιε μου Τι όμορφα που είναι τα μαλλιά σου, στο ηλιοβασίλεμα, έτσι όπως μπλέκονται καταπλέοντας μέσα στα σύννεφα. Τι φως εκτυφλωτικό σαν με κοιτάς, σαν ένα ηφαίστειο φωτιάς, τα μάτια σου. Τι σχήματα χαρούμενα κι αυθόρμητα σκαλίσματα, όταν κουνάς τα χέρια σου, πάνω στα κύματα. Η αναπνοή σου είναι στο λαιμό μου, ένα χάδι, όταν φυσά ο άνεμος πριν το σκοτάδι. 19990821 Δυο ζωούλες Δυο ζωούλες, δυο καρδούλες, συναντήθηκαν μια μέρα. Ανταλλάξανε δυο λόγια, γίνανε φίλοι ταιριαστοί. Δυο καρδούλες, δυο ζωούλες, θέλουν να ζήσουνε μαζί. Μα κάποια αιτία δε τους αφήνει, κι όλο ψάχνουν το γιατί. Με ένα όνειρο όλο ζούνε, πως θα σμίξουνε μαζί. Κι όλη η ζωή μια ετοιμασία, για μιαν απρόσμενη στιγμή. 19990912 Κατάθλιψη Τα αισθήματα πολύ μεγάλα, δεν αντέχω. Τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλα μου. Κατάθλιψη σε μιαν ηλιόλουστη ημέρα. Πως άντεξε η καρδιά σε τόσο πόνο ; Εκεί ψηλά στον ουρανό βλέπω ένα αστέρι, τριγύρω μου κοιτάζω κι είμαι μόνος, το βάρος της ψυχής μου όλο γέρνει, τα δάχτυλα στο στόμα κι ο αγκώνας στο τραπέζι. Παιδιάστικες ιδέες, στο πέλαγο καλπάζουν. Μια αχτίδα ήλιου βλέπω, και ξαφνικά τη χάνω. Τα μάτια μου είναι θολά, και κόκκινα απ' το αίμα, που ξεπετιέται συντριβάνι απ' τη καρδιά μου. 19991012 Το σταυρόλεξο Η κοπέλα που αγαπώ είναι μια μαργαρίτα, με καρδιά πορτοκαλί και λευκά τα φύλλα. Ένα φύλλο, δύο φύλλα, μ' αγαπά, δε μ' αγαπά, μα τα φύλλα είναι πολλά κι ατέλειωτα. Η κοπέλα που αγαπώ θυμίζει μαντεία των Δελφών. Μια κουβέντα λέει πως ναι, πως σε θέλω, και μια άλλη λέει πως όχι, δεν μπορώ, κι εγώ μένω στο μεταίχμιο μετέωρος. Η κοπέλα που αγαπώ δεν θέλει να τη φιλώ. Σαν τη φίλησα μου είπε, σε παρακαλώ. Κι όμως έμεινε μέσ' στην αγκαλιά μου και το σώμα κολλητό, χορεύοντας. Η κοπέλα που αγαπώ είναι ένα σταυρόλεξο, κι αν παντρευτούμε κάποτε, θα αφιερώσω τη ζωή μου να το λύσω, κι αν δεν το λύσω, θα τ' αγαπώ. 19991024 Αγόρι μου Τι όμορφο παιδί που είσαι, σε αγάπησα. Την κοπελιά που με άφησε, την άφησα, κι όλη την τρυφεράδα που είχα μέσα μου για εκείνη, την εκράτησα, στο αγοράκι που έχω μέσα μου την χάρισα. Την κοπελιά εκείνη δεν τη ξέχασα, μα το ενδιαφέρον μου γι αυτή σκορπίστηκε, ακόμα την θαυμάζω και τη θέλω, μα τώρα πια δε την ζητώ, την άφησα. 20000218 Ένωση Μέσ' την καρδιά σου, μέσ' στην ψυχή σου, μέσ' στη ζεστή την αγκαλιά σου, μέσ' στην υγρή τη μουσική σου θέλω να μπω παντοτινά. Φίλα με, φίλα με, και πες μου πως μ' αγαπάς, πως με ζητάς, πως θέλεις μέσα σου να μπω όλος δικός σου, συντροφιά. Κράτα με, σφίξε με στα στήθη κι άφησε όλο το κορμί σου να μ' αγκαλιάσει, να με πάρει στου Παραδείσου τη φωλιά. Με τη φωνή σου, τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα δάχτυλα σου, λούσε με φως τον ερωτά μας, τον πόθο της ζωής, το αθάνατο νερό. Κι όταν ο ήλιος δύσει, κι η μουσική μας σταματήσει, μη με ξεχάσεις, μη με αφήσεις, φίλα με και πες μου σ' αγαπώ. 20010302 Πέταξε τα γυαλιά Σαν ήτανε παιδί δεν φόραγε γυαλιά, έβλεπε πεταλούδες, ζουζούνια, κουνουπάκια, έβρισκε δαχτυλίδια μέσα στην άμμο του γιαλού, κι άστρα που τρεμοφέγγανε στην πύλη του ουρανού. Μα σαν μεγάλωσε το πρόσωπο του έσφιξε με άγχος, και η ψυχή του βάρυνε με γνώσεις. Τα μάτια του άνοιγαν πια διστακτικά ώσπου ο γιατρός διάγνωσε, γυαλιά. Μια συνταγή, δεύτερη, τρίτη, τα μάτια κρύφτηκαν κι απ' το παντζούρι της ψυχής μία τρυπούλα έφεγγε μονάχα. Μα ένα βράδυ δεν άντεξε άλλο και είπε --- πέτα τα γυαλιά, κι άσε τα μάτια σου ελεύθερα, να δουν τη φλόγα ενός κεριού, τα σύννεφα στον ουρανό, το φεγγαράκι. Κι έτσι αγνάντευε τον κόσμο για πολύ καιρό κι έμαθε να τα βλέπει όλα άφοβα θολά. Κι δεν περίμενε πια τίποτα, ώσπου ένα πρωί τα παιδικά ματάκια ξαναγύρισαν και είδε την ζωή ξανά. 20010307 Βόλτα στο λιμάνι Λάμπει ο ήλιος σαν φωτιά κι η θάλασσα αστράφτει, κι ο άνεμος φυσάει γλυκά --- μέσα του Μάρτη. Φεύγει ο χειμώνας και η δροσιά απλώνεται παντού, και η σιωπή αντιλαλεί μέσ' στο λιμάνι. Τα περιστέρια κοντοστέκονται κουνώντας το κεφάλι, και οι γλάροι αρχοντοκάθονται στα ακροπεζούλια. Παρατηρούνε τη ζωή σαν να ήτανε πρώτη φορά, και ξάφνου πεταρίζουνε και χάνονται στον ουρανό. Πολύ μου αρέσει να κοιτάζω τα πουλιά και να φαντάζομαι πως είμαι εγώ εκείνα. Μέσ' στο λιμάνι όταν πετώ, οι σκέψεις μου κοπάζουν, ο χρόνος φτεροχάνεται, κι ο κόσμος μια καρδιά. 20010309 Υπερβολικά κτήρια Τεράστια κι υπέρογκα τα κτήρια, υπέρμετρα κι αταίριαστα προβάλουν μέσα στην πόλη της υπερβολής, του ανταγωνισμού και της πλεονεξίας. Είναι μια υπερβολή που ξεκινά απ΄ το μυαλό, τον φόβο και το κενό που υπάρχει μέσ' στη σκέψη, που αντί να δει ξεκάθαρα, μιμείται και ακολουθεί. Κι έτσι σκλαβώνεται και καθώς πνίγεται, μάταια προσπαθεί να κρατηθεί από τις εικόνες και τα υπέρογκα αποκτήματα. Αλλιώς τα κτήρια δεν θα σηκώνονταν τόσο ψηλά, θα ήταν όμορφα και πράα, λιτά και ταιριαστά μέσα στη πόλη και στη φύση. 20010402 Θα μιλήσω Σαν ασημό-χρυσο λυθρίνι φρεσκο-βγαλμένο σπαρταρώ, τραγούδι αλαφρο-σφύριχτο να γιαλο-εξιστορίσω, μεγάλο πάθος και καημό ουραν-ωκεάνιο βαστώ, στα σωθικά μου, λουλούδι ανοιξιάτικο σφιχτά μπουμπουκιασμένο, κλοτσώ να βγω. Μα ολόγυρα πικρό-δοντα φίδια με έχουνε ζώσει, και φαρμακο-σφέντονοι σκορπιοί κι ένας ψαρο-αφέντης σκοτεινός, με ματογυάλι και μαχαίρι παραμονεύει την πεταρίσια μου ψυχή, και το αφρόγαλο αίμα μου να πιει. Με πόνο καταπίνω, ένας πνιχτάρης κόμπος στο λαιμό μου παίρνει τη λαλιά, και μέσα μου χτυπιέται άγριο θεριό, λεφτερο-πεινασμένο. 20010406 Άνοιξη Η Άνοιξη ψυθίρισε στο αυτί μου, ήρθα. Μπουμπούκια φορτωμένη πέρασε το κατώφλι και πεταλούδες στόλισε την αυλή. Η Χαραυγή ξύπνησε πρασινο-δροσάτη, φόρεσε το μπλάβο της χιτώνα, και γλυκο-έγνεψε του ήλιου να σηκωθεί. Αγάλι αγάλι η μέρα ζέστανε, τα ανθόκλαδα άρχισαν να κελαηδούν και τα μελίσσια πίνουν νέκταρ και μεθούν. Στον ουρανό στραφτάλισαν τα χελιδόνια, στοιχειωμένο σύννεφο που χορεύει στο νοτιά, κι έπλεξαν στον αέρα πανιά και τόξα διαλαλώντας γέννησε η γης ανθά. Παπαρούνες βγήκανε στους δρόμους, μαργαρίτες που φωνάζουν σ' αγαπώ, και οι κήποι ξεπλημμύρισαν χορτάρι, μενεξέδες, γιασεμιά και τριαντάφυλλο. Κι οι βδομάδες πέρασαν διάφανα χωρίς το κομπολόι του χρόνου να μετρά, ώσπου μια μέρα η Άνοιξη έχυσε δάκρυ και είπε φεύγω, του χρόνου πάλι, φιλιά. 20010409 Έρημος κάμπος Έβρεξε πάλι χθες το βράδυ και πλημμύρισε, κι η στάχτη της φωτιάς έγινε λάσπη. Ξημέρωσε κι η τέφρα ξίνιζε στα ρουθούνια κι ο ήλιος φοβισμένος κρύφτηκε μέσ' στα σύννεφα. Ένα κοπάδι μύγες πέρασε, σαν να μυρίστηκε το θάνατο από μακρυά, τράβηξε για το λάκκο. Η γης κομμάτι έτρεμε, το χώμα θρόιζε από κάτω σκουλήκια ενστικτοδώς έτρεχαν να προλάβουν. Έκατσα σε ένα βράχο να ξεκουραστώ, κι αγνάντευα τον λόφο και την πεδιάδα έρημους. Τα θάμνα μέσ' στο κάμπο αγριοφούντωναν και το γρασίδι τρελοπαρμένο απλωνόταν. Δυο πεταλούδες με πλησίασαν μα δε μου μίλησαν, σιχάθηκαν. Σε λίγο μαύρη φλόγα και καπνός όρθωσαν. Στην άλλη άκρη του κάμπου ξανάναψαν τη φωτιά. Μα μέσ' στην ησυχία άκουσα πάλι την κραυγή του γουρουνιού συνάμα με πυροβολισμό, κι είδα την αγελάδα να πλαντάζει κάτω άψυχη, και το δάκρυ ενός προβάτου καθώς το έσερναν προς το λάκκο. Του Χίτλερ το ολοκαύτωμα δεν πέθανε, να το. 20010416 H μέρα ενός σκουληκιού Είχε ξημερώσει κι είχε μπει ο Μάης και το σκουλήκι στριφογύρισε να τεντωθεί. Πάνω στο χώμα τρίφτηκε να καθαρίσει και σε ένα φύλλο έκατσε να δροσιστεί. Τα μάτια του έλαμπαν στοργή και λαιμαργία παρατηρώντας την ηλιο-χαϊδεμένη γη, και τότε συλλογίστικε, τι θαύμα είναι τούτο θεέ μου, διάβολε δεν το έχω ξαναδεί. Προχθές γεννήθηκα και σήμερα πεθαίνω μέσα στην Άνοιξη και μέσ' στη Χαραυγή. Μα πάλι αναστένομαι την άλλη μέρα, είναι πολύ η ομορφιά του κόσμου και την αγαπώ, όλα τα χθες τ' αφήνω πίσω και σήμερα ζω. Κι ω τη χαρά Φανούριε, συνάντησα γειτόνισσα σκουληκατζού, χανουμάκι, την ερωτεύτηκα, την ποθώ, κάναμε μαζί παιδάκι, πέθανε κι αυτό ένα βράδυ, μα δε πειράζει, αύριο πάλι ξημερώνει και θ' αναστηθώ. Μετά σουρούπωσε και η νύχτα άναψε τ' αστέρια, και το σκουλήκι ξάπλωσε να κοιμηθεί ευχαριστημένο που έζησε άλλη μια μέρα, και η ψυχή του έγινε ένα με τη γη. 20010420 Μια ζωή υποκρισία Όλοι για διακρίσεις πάμε, ουδέν εξαιρουμένου. Τι λένε οι άλλοι για το σκουφί που φοράμε, κι ας είναι μέσα σάπιο το σκουφί. Να αποκτήσουμε, να γίνουμε τρανοί, υποκριτές που όλα τα πατούμε και τα ξεχνάμε για μια ψευδαίσθηση που ελπίζουμε να δώσει νόημα στη ζωή. Επιστήμονες σπουδαίοι με κομψή τιτλο-κρυψώνα, λογοτέχνες ποιητές που προσποιούντε σαν παγόνια, ψευδολόγοι εξουσία-διψασμένοι πολιτικοί, πλούσιοι που ηθοποιούν το είναι τους, και φτωχοί που μυθοποιούν τις δυσκολίες τους και μέσα τους θέλουν να γίνουν άλλη ψυχή. Και θρησκευόμενοι που ακούμπησαν σε ψηλά πατώματα, σώσον κύριε το λαό σου, και εθνικιστές που καυχιούνται την πατρίδα τους και τους προγόνους τους. Μα τίποτα δεν είναι δικό μας. Φευγαλέα απάτη είναι όλα, και εμείς μια μάταιη ανάμνηση πάνω στη γη, από χώμα καμωμένη, τρώει χώμα κι ανασταίνει, και στο χώμα πάντα πάει, να ενωθεί. 20010509 Διαλογισμός Σ' ένα βραχάκι κάθομαι, πέρα μακριά από σένα, πέρα στην άκρη του ουρανού, του ωκεανού καλντέρα. Μονάχος είμαι και κοιτώ, το χάος αγναντεύω, κι όλα τριγύρω μου είναι πηχτό, μουντό, βαθύ γαλάζιο, ομίχλη, μπλάβα θάλασσα, σύννεφο, χιόνι αφράτο. Κι όσο αλάργα μου κοιτώ, τα βλέφαρα μου ανοίγουν, κι όλο το σύμπαν με γρικά, και με γλυκο-αγκαλιάζει. Ποιος είμαι εγώ, τι αναζητώ, πως βρέθηκα εδώ κάτω, τι έγινε ο χρόνος που κυλά, πως έσβησε η μνήμη; Κάποτε είχα ένα θεό, πατρίδα και προγόνους, κάποτε είχα χρήματα, συνήθειες και νόμους. Τώρα τα μάγια λύθηκαν, κι όλα έχουν γίνει φως. Μάνα μου που είσαι, σε ζητώ, ποια είσαι αναρωτιέμαι, η γη, τ' αστέρια, κι ο ουρανός θα είσαι, θα είμαι κι εγώ μαζί σου. Μάνα φοβάμαι μοναχός κι ας είμαι ο κόσμος όλος, το ομφάλιο λώρο κράτα μου, και μη μ' αποχωρήσου. Μα κάτσε, ο φόβος χάνεται, πάω κι εγώ μαζί του, Η σκέψη ήταν ο φόβος μου, κι η σκέψη έμεινε πίσω. Ο,τι έμαθα και πίστεψα, όλα με μιας χάθηκαν, ο εαυτός ψευδαίσθηση, τα όνειρα σβήστηκαν. Η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός κι η γη γινήκαν ένα, πέτρα και χώμα είναι αίμα μου, δεν είμαι πια μονάχος. Είμαι το αστέρι του βορά, κι ο γλάρος που πετάει, είμαι το δένδρο πλάι μου, κι ένα μικρό γατάκι. Είμαι ο αέρας που φυσά και αλαφρά χαϊδεύει το λόγια αυτά που έρχονται από μακριά σε σένα. 20010709 Πολεμική συνάντηση Μια καμπανούλα, με φτερά σαν πεταλούδα, μέσ' στην οθόνη του υπολογιστή τινάζεται μουντά, κι όλοι σερνόμαστε σκυφτά, υποταχτικά, λεγεωνάριοι μισθωτοί μέσα στο στρατηγείο. Ο αρχηγός χαμογελά και λέει ένα αστείο, έπειτα αρχίζει να ρωτά, πως πήγε η εβδομάδα. Για μίλα εσύ, πολέμησες καλά, κερδίσαμε λεφτά, που είναι τα λάφυρα. Όλα καλά, αρχηγέ, βρήκα κορόιδα, πούλησα, κερδίσαμε πολλά. Όλοι οι στρατιώτες με λεφτά, με σπίτια, με οικογένειες, με άλογα, σκυλιά, μα κάτι λείπει και τους τρώει τη καρδιά, και τούτοι τρώνε την καρδιά των άλλων, κι εκείνοι των άλλων και των άλλων. Έτσι είναι ο πόλεμος, γιατρέ, δεν τον εγνώρισες ακόμα; Μια νευρικότητα αιωρείται στον αέρα, ο φόβος μέσα έξω κυριαρχεί κι όλα τα μάτια κρύβονται πίσω από τα ματογυάλια. Ώσπου ο αρχηγός σηκώνεται, πάει κι αυτό, τέλειωσε η σύνταξη, πίσω στη μάχη τώρα. 20010808 Η δουλειά μου Σε μια καρέκλα κάθομαι όλη μέρα, σ' ένα θρανίο, κι από το δέρμα της πατούσας ως τα μαλλιά είμαι ένα άγαλμα απρόσωπο χωρίς μιλιά. Τα χεροδάχτυλα αγκαλιαστά σαν προσευχή και η έκφραση αόριστη κενή, με μάτια που απορροφούν το φως τριγύρω. Κορμί, αέρας και μυαλό είναι ενωμένα, μια σκέψη μέσα μου σκιρτά να κουνηθεί, μα τι ρωτώ, γιατί; Δεν έχω λόγο, μου απαντά, έτσι από συνήθεια, και κατεβαίνει πάλι κάτω και σιωπά. Χαρτιά, μολύβια είναι μπροστά το πληκτρολόγιο, η οθόνη, ο ποντικός, κι ένα μικρό, αχ το τηλέφωνο. Τριγύρω, τα παράθυρα είναι πάντα κλειστά μα βλέπουν πέρα μακριά, όλο τον κόσμο, και ρίχνουν φως πάνω στα άσπρα μου χαρτιά. Γέρασα πια σε τούτη τη δουλειά. Γέρασα και τι πέτυχα; Τίποτα μα τον μισθό. 20010814 Ένα μοναδικό ταγκό Χορεύοντας ταγκό στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε αραμπάδες που περνούν αδιάκοπα, δίπλα σε ανθρώπους που κοιτούν περίεργα, είμαστε αγκαλιαστά μονάχοι. Σκοτείνιασε και είμαστε δυο σκιές, βλέπω τα μάτια σου, νιώθω το σώμα σου περιπλεγμένο αχώριστα με το δικό μου. Όσο διαρκεί ετούτος ο χορός ξέρω πως με αγαπάς κι αυτό μου φτάνει. Αύριο θα ξανάρθω κι ίσως να μη σε βρω, και αν σε βρω, σίγουρα θα είσαι άλλη, και το ταγκό διαφορετικό, πρωτόγνωρο και πάλι. 20020117 Όταν πεθάνω Όταν πεθάνω, θε να με θάψουν στην αυλή και από πάνω μου να σπείρουν ένα δένδρο. Κι έτσι σιγά σιγά με τα σκουλήκια και τη βροχή απάνω στα κλαριά του και τα φύλλα του θα ανέβω. Και όταν ο άνεμος φυσά τα φύλλα μου μακριά, μέσα στο χώμα πάλι θα βουτάω και θα χαθώ. Και όταν η γης ολάκερη βουλιάξει, μέσα στα αστέρια θα κρυφτώ, ένα ταξίδι ατέλειωτο θα γίνω, και θα 'μαι πάντοτε αυτό που ήμουνα και πριν, αυτό και τίποτα άλλο. 20020228 Στην άγνωστη γυναίκα Στην άγνωστη γυναίκα δίνω φόρο τιμής γιατί αυτή μ' αγάπησε όσο καμία άλλη, για όλες τις βραδιές που πέρασα στην αγκαλιά της, για τους μονάχους οργασμούς που απόλαυσα, γιατί δε ζήλευε όταν έβγαινα με άλλη, γιατί μ' αγκάλιαζε κι ειλικρινά φιλιά με γέμιζε, και δε ροχάλιζε, δεν μ' έσπρωξε ποτέ απ' το κρεβάτι, γιατί η καρδιά της χτύπαγε κρυφά μέσ' στη δική μου, και δεν μου αρνήθηκε ό,τι κι αν της ζητούσα, και δεν κουράστηκε να με κοιτά στα μάτια, και να χορεύει ατέλειωτα μέσα στο χρόνο, γιατί ήταν πάντοτε κρυφά μέσα στις σκέψεις μου, κι ας άλλαζε φορέματα και χρώματα κάθε φορά, και ας μην ήξερα ποτέ το όνομα της, την έζησα όσο καμία άλλη. 20020302 Κάποια μπαρ Τα μέρη αυτά που τ' όνομα τους το ξεχνώ, τα σκοτεινά με δυο κεριά και αέρα λιγοστό, γεμάτα με θηλαστικά που σκύβοντας μιλούν στο αυτί, Τα μέρη αυτά όπου όλα είναι στριμωχτά, οι μυρωδιές, τα χνότα, τα μαλλιά, κρέατα στοιβαγμένα το ένα στο άλλο. Τα μέρη αυτά με τον καπνό και το ρυθμό, είναι δημοφιλή σαν το ποτό, γιατί εκεί οι φόβοι κρύβονται, κι οι νοητές ευθύνες χάνονται μέσα στο θόρυβο και το σκοτάδι, μα αμφιβάλλω αν τόση ταλαιπωρία είναι ανάγκη. 20020313 Μάτια απ' τη Δανία Όταν θα φύγεις μακριά, και θα 'σαι στη Δανία, θα νοσταλγώ το πιο πολύ τα φλογερά σου μάτια. Τα λόγια και τα χέρια σου, και το λεπτό σου σώμα, ίσως κι η μνήμη του χορού να κρατηθούν στο νου μου. Όμως ποτέ δε θα ξεχνώ, σαν ουρανού ανταύγεια, το βλέμμα που με κοίταζε ευθύ μέσα στα μάτια, και πάγωνε για μια στιγμή, τη σκέψη και τον χρόνο, όπως το ηλιοβασίλεμα σου παίρνει την ανάσα. Να 'ταν το βάθος, η ομορφιά, η ηρεμία, η σπίθα, το σπάνιο χρώμα, η μαζί όλη σου η παρουσία; Δεν ήξερα κι ούτε θα βρω. Κάτι σαν μια μαγεία κι οι λέξεις μου ανήμπορες να πουν την ιστορία. 20020315 Η στροφή Στον ουρανό το σκοτεινό με αγέρα και χαλάζι μας μίλησαν για αφράτο χιόνι, μα το έλιωσε η βροχή. Πάνω σε ένα άσπρο σύννεφο χτίσαμε καταφύγιο, μα ο Δίας χασμουρήθηκε και πέσαμε στη γη. Με τι σπουδές, τι όνειρα, τι ελπίδες και τι γνώσεις, τρέχαμε για ένα πλοίο, τζίφος, και κάναμε στροφή. 20020323 Το τρελό στοιχειό Χθες βράδυ έφαγα ψωμί, φακές και πορτοκάλι, και καθώς πλάγιασα να δω στον ύπνο τα όνειρα μου, είδα στοιχειό ανήμερο να τρώει τα σωθικά μου, κι έγινε αίμα, πνεύμα μου, ιδρώτας και μιλιά μου. Και καθώς ξύπνησα, γρικώ τον ήλιο όλο ζήλια, κι ένα ταγκό ξεπήδησε μέσα από τη καρδιά μου και το στοιχειό μου φούντωσε και χόρεψε με κέφι, και σταλαγμίτης έγινε στον παγωμένο χρόνο. Τότε ο αγέρας φύσηξε και τσίμπισε το αυτί μου, και ρίγος διαπέρασε το αγριεμένο σώμα. Κι έκατσα να ξεκουραστώ, ακούω στοιχειά τριγύρω, βλέπω τα δένδρα, τα πουλιά, ολάκερο τον κόσμο. Ψέμα η ζωή και εύθραυστη, σαν φύλλο στον αγέρα, ξυπνά, ανθεί και χάνεται ανήμπορη στο γη. Τρόμαξα τότε προς στιγμή, σκέφτηκα τους γονείς μου και όλα τα άλλα τα στοιχειά που με άγγιξαν στη ζωή. Τότε άγρια έριξα ματιά, κατάματα στον φόβο, και στον αγέρα απάντησα με νοητή κραυγή. Δικά σου όλα, αγέρα μου, δικός σου και ο φόβος, και το στοιχειό μου δώρο σου. Κι ησύχασε ο νους. Κι ύστερα ξαναπείνασα και πάω κάτι ν' αρπάξω, κάτι να βάλω μέσα μου, πεινάει το στοιχειό. 20020325 Τα αστέρια των τσουκαλιών Σε ένα τσουκάλι βράζουμε όλη μέρα, και το ταξίδι της ζωής μας είναι μικρό. Σαν το θερμόμετρο ανέβει στα ψηλά, τότε γεννιόμαστε, απρόσμενα, δειλά, και τρέχουμε απ' τον πάτο στη κορφή, εκεί που όλα χάνονται αιθέρια. Στον τοκετό μας μοιάζουμε μ' αστέρια που αναβοσβήνουν σε ασημένιο ουρανό, και βρέφη ακόμα σκουντουφλάμε στον πυθμένα, σαν βοτσαλάκια απλωμένα στο γιαλό. Μέσ' στο κολύμπι της ζωής μας κλονιζόμαστε και πάμε πίσω μπρος σαν μεθυσμένοι, μα η αλήθεια είναι πως χορεύουμε, και παίζουμε βιολί με τρέμολο δοξάρι. Στα γηρατειά μας όταν φτάσουμε, στην κορυφή ενός άξιου ταξιδιού, τότε ενωνόμαστε από έρωτα μεγάλο, κι ύστερα πλέουμε ελεύθερες στο ρέμα, σβήνοντας σαν πυγολαμπίδες, με ένα στερνό φιλί και μια ματιά. Έτσι είμαστε, η καθεμιά ξεχωριστή με σεβαστή προσωπικότητα κι αέρα. Μα εγωισμό ποτέ δεν αποκτήσαμε, γιατί γνωρίζουμε ότι είμαστε όλοι ίδιοι. Κι έτσι θαυμάζουμε η μια την άλλη και δεν πονάμε όταν χανόμαστε, γιατί έχουμε κοινή ζωή και μοίρα, κι είμαστε φουσκωμένες με αγάπη. 20020328 Η λεκάνη Αχ η λεκάνη βούλωσε, και τώρα τι θα κάνω; Τρεις μέρες τώρα, με νερό βραστό την καταβρέχω, ξεμάτιασμα της έκανα και αγιασμό της βάζω, μα αυτή λες και πεισμάτωσε και κάνει την κουφή. Ρεζίλι πια με έκανε, ντρέπομαι που το λέω, μα από τα χούγια αυτηνής κρέμεται όλη η ζωή. Τρεις μέρες τώρα ούτε μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα, κι οι λόγοι είναι ευνόητοι, γιατί απεργεί αυτή. Όλο το κόσμο ρώτησα, φίλους, γονείς κι αδέλφια, τον θυρωρό, τον άνθρωπο που ήταν στο μαγαζί, για να μου πουν τη γνώμη τους, για να με συμβουλέψουν, κι όλοι μου έγνεψαν καυτό νερό κι υπομονή. Το πήρα πια απόφαση, την λούζω και την πλένω, κι υπομονή απέκτησα, κι εκείνη περιμένω, και ξάφνου ο ήλιος φάνηκε, τα σύννεφα σκορπίσαν, γλυκύτατο ήχο άκουσα, σαν ζουμερό φιλί. Κι έτσι επέρασε κι αυτό, ξαλάφρωσε εκείνη, κι εγώ από την πείνα μου, το έριξα στο φαΐ, μα τώρα πάντα σκέπτομαι, μόλις δαγκώσω κάτι, ξινό, γλυκό, πικάντικο, πως θα το φάει κι αυτή. 20020331 Βαδουσαλήμ Τα δένδρα της Βαδουσαλήμ φυτρώνανε μαζί, κι όλα τα μοιραζόντουσαν, χώμα, νερό κι αέρα. Και μοιάζανε τόσο πολύ γιατί ήτανε αδέλφια, αν τα έβλεπες από κοντά χωρίς προκαταλήψεις. Μα η σκέψη τους μεγάλωσε κι αρρώστησε με τον καιρό, και το ένστικτο συντήρησης τους γέμισε εγωισμό. Κι έτσι απέκτησαν θεούς, έθνη, τελετουργίες, και μέσ' στον φόβο κλείστηκαν για να αποφύγουν τους εχθρούς. Και στην διαμάχη μπλέχτηκαν και ξέχασαν ποια είναι, κι ο χωρισμός, σαν την φωτιά, έγινε μίσος κι αίμα. Έτσι έφτασαν στον πόλεμο τον τωρινό, ανάμεσα σε αδέλφια, χιλιάδες χρόνια μαίνεται, θεός να τον κάνει πέρα. 20020414 Ουράνιος μπερντές Απομεσήμερο ανοιξιάτικο, όλο δροσιά και σύννεφο, ακούμπησα την Γη στη πλάτη μου, κοιτάζοντας τον ουρανό. Η λάμπα πίσω απ' τη κουρτίνα, όλο καμπύλες και σκιές, τι μυστικά να κρύβει ετούτος ο φλογερός μπερντές; Εικόνες βλέπω, συλλογίζομαι, τεντώνομαι και παίρνω ανάσα, ανάμεσα στα δυο κεφάλια μου, μυαλό και ένστικτο, ένας χορός. Να 'τος ο γλάρος που πλανιέται, κοντά στο φως, ψάχνει να βρει ένα άνοιγμα στα σύννεφα, κι είναι συνεπαρμένος. Με μαξιλάρι απαλό μοιάζει ετούτος ο ουρανός. Σαν τη φωτιά μ' έλκει κοντά, μέσα βουλιάζω του και ταξιδεύω. Εκεί που μισοφέγγει ο ήλιος είναι ο κρατήρας, εκεί το κέντρο τ' ουρανού, του κόσμου, εκεί όλοι οι γλάροι θέλουνε να μπουν, εκεί αν μπεις, δεν μεταβγαίνεις άγγιχτος. Γίνηκα κι εγώ γλάρος, μικρός κι ευάλωτος, και γύρεψα τον φλογερό μπερντέ, πέρασα χλοερά λιβάδια και σειρές, άγγιξα λόφους και καμπύλες, και τώρα χάνομαι ολόκληρος μέσα στο όνειρο. 20020419 Αργεντινό φεγγάρι Ένα φεγγάρι λάμπει στον ορίζοντα. Το χέρι μου άπλωσα, μα δεν το φτάνω. Έτσι σαν με κοιτά, βλέπω τα μάτια της να μου μιλούν και να διαβάζουν το κορμί μου. Έτσι ανάμεσα στα αστέρια, πάνω σ' ένα χαλί πετούσαμε, δακτυλιδώματα, στριφογυρίσματα και βήματα με οδηγό το κύμα του ονείρου, μ' ένα βιολί κι ακορντεόν, και της Αργεντινής τον ήλιο. Έτσι για μια στιγμή, είπα άξιζε, ολόκληρη η ζωή μου. 20020425 Η τελευταία μιλόνγκα Όταν θα έρθει ο Χάρος να με πάρει, παίξτε μου μια μιλόνγκα, για να μου πάρει τη ψυχή χαρούμενη. Πάνω στα ιδρωμένα μου σεντόνια, όταν ο πυρετός έχει ανέβει αψηλά, και το μυαλό του γέροντα αναπολεί, κι η κάθε αναπνοή που έχει απομείνει είναι πολύτιμη, παίξτε μου μια μιλόνγκα. Έτσι ο Χάρος να με βρει, με το μυαλό μου να χορεύει την μιλόνγκα. Λένε ότι υπάρχει Παράδεισος στον ουρανό, μα τι σημασία έχει; Το πιο πιθανό είναι ψέμα. Μα να χορεύω μιαν μιλόνγκα αγκαλιαστά με την γυναίκα που αγαπώ, αυτή ήταν η Παράδεισος για μένα. 20020505 Ο ήλιος που δεν έδυε. Ο δίσκος του πορτοκαλί φωτός πλησίασε τη γη, και πριν να την αγγίξει, στάθηκε στον ορίζοντα, όπως ο ερωτευμένος πριν δώσει το φιλί. Ο χρόνος χάθηκε, κι όλα σταμάτησαν μετέωρα. Σταμάτησα κι εγώ την εργασία μου και κοίταζα. Αιώνες πέρασαν σε μια στιγμή, κι ο ήλιος έμοιαζε σαν μια φωτογραφία. Φοβήθηκα. Μην όλα γίνουνε χρυσά. Φωνάξτε τον Ορφέα, είπα μέσα μου, φωνάξτε τον Ορφέα, με την γλυκιά φωνή, να τραγουδήσει στην κιθάρα, να δώσουν το φιλί. Γλυκό μου αγόρι, φως και χαρά μου, έλα κοντά μου να ξεκουραστείς, αύριο πάλι θα με σώσεις. Και τότε μόνο ο ήλιος την εφίλησε, και κρύφτηκε απαλά στην αγκαλιά της. 20021215 Πίσω από το τζάμι Σταλαγματιά, σταλαγματιά πέφτει η βροχή. Το σκεπαστό μου μπαλκονάκι έγινε καταφύγιο. Πάνω στο κάγκελο ήρθε και έκατσε ένα πουλί φορώντας κόκκινα παπούτσια και γκρίζο καπέλο. Έχει φθινοπωριάσει κι ίσως κρυώνει το πουλί, φούσκωσε με καλοκαιρινό αέρα το άσπρο παλτό του, και μοιάζει με μια μπάλα μακρουλή με το κεφάλι να προεξέχει καλυμμένο. Πίσω απ' το τζάμι μου γαντζώθηκα και το κοιτώ και προσπαθώ να μείνω ακίνητος μη το φοβίσω. Εκείνο με κοιτά από την κόγχη του ματιού, κι ίσως να βλέπει πως μέσ' στην χόβολη του δωματίου είμαι τσίτσιδος. Και ίσως να σκέπτεται, παράξενη η γάτα αυτή, μέσα στο γυάλινο κλουβί, αξιολύπητη είναι. Ευτυχισμένος είμαι εγώ, ελεύθερος σαν το πουλί μέσ' στη βροχή και τον αγέρα να πετάξω. 20021224 Κλειστή πόρτα Φυσάει απόξω ο αγέρας και φωνάζει δυνατά. Την πόρτα μου χτυπάει κάθε τόσο να του ανοίξω, μα εγώ είμαι βολεμένος μέσ' στην ζεστή μου κάμαρα, κι ούτε του κλέφτη ούτε του φίλου μου ανοίγω. Μια μύγα έχει ακουμπήσει στο παράθυρο, αργοπεθαίνει απ' το κρύο και ίσως απ' την πείνα. Μια πεταλούδα ψάχνει κι αυτή για καταφύγιο, άρχισε να χιονίζει απ' έξω και το στρώνει. Μια αραχνούλα περπάτησε δυο βήματα, έκανε το μοιραίο λάθος της, την είδα. Πρέπει να την σκοτώσω τώρα και στα γρήγορα, για να θυμάται να μη χώνεται σε ξένα μέρη. Ζούγκλα είναι ο κόσμος, λιοντάρι κι εγώ, μονάχα για το σπίτι μου φροντίζω. Κι αν έχει θύελλα απ' έξω και ας φυσά, την πόρτα μου κλειστή θε να την έχω. 20030214 Η φίλη μου Μια δροσερή σταγόνα της βροχής, ένα ροζ πέταλο τριανταφυλλιάς, ζεστό αεράκι του καλοκαιριού, γαλάζιο πέλαγο της αγκαλιάς. Σ' ένα βαθούλωμα του δρόμου νερό μαζεύτηκε και σε περίμενε. Στον κήπο σου ψιθύριζε ο κηπουρός, χαϊδεύοντας τα φύλλα των ανθών σου. Μέσ' τον χειμώνα τον αλύπητο, κρύωνα μονάχος πριν σε βρω, και ένα πουλί φτερούγιζε από χαρά κάτω απ' τον ήχο των φιλιών σου. 20030216 Φιδίσιο ταγκό Η κοπέλα με τα μάτια τα μεγάλα και το βλέμμα σκεφτικό, μ' ένα φόρεμα σαν δίχτυ, σεμνό μαζί κι ελκυστικό, η κοπέλα με το κομψό χαμόγελο και τα λίγα λόγια, ήξερε ένα μυστικό. Τίποτα δεν με ρώτησε, και όμως γνωριστήκαμε κι εμπιστευτήκαμε ο ένας τον άλλο, μέσα απ' το σωματικό παιχνίδι του ταγκό. Σαν δυο φίδια ερωτευμένα, τυλιγμένα αγκαλιά, γίναμε μαζί ένα σώμα, κάθε βράδυ στην μιλόγκα. Και χωρίς ντροπή η φόβο, νιώθαμε την σεξουαλικότητα μας μέσ' στον ρυθμό της μουσικής, καθώς στριφογυρίζαμε κι αναζητούσαμε ο ένας τον άλλο, από τα μάγουλα μέχρι τα πόδια, σαν δυο μοναχικά δελφίνια που ακολουθούνε την αγάπη μέσ' στον ωκεανό. 20030218 Η σκόνη Μέσ' το σπιτάκι το ζεστό, το ήσυχο και ασφαλές, παραμονεύει ένας εχθρός που είναι πάντα νικητής. Με υπομονή επιτίθεται, φεύγει, ξαναγυρίζει, ποτέ του δεν κουράζεται, ποτέ του δεν λυγίζει. Είναι η σκόνη η πονηρή που πάντα όλο απλώνει. Ο,τι είναι λίγο καθαρό πάει και το λερώνει. Σαν τη λεπτή άμμο του γιαλού, αιωρείται στον αέρα, και σ' όμορφες ακρογιαλιές, κωλλάει σαν τη βδέλλα. Έπιπλα, επιφάνειες, ηλεκτρικά την έλκουν και σαν μεγάλος έρωτας κοντά τους την εφέρνουν. Το πιάνο και τα κρύσταλλα γεμίζουν άσπρο χνούδι και θέλουν χάδια με φτερό για να ξεχνούν εκείνη. Το εξώφυλλο του λεξικού θέλει το φύσημα του και ο καθρέπτης θάμπωσε απ' τον πολύ θυμό του. Κι αν το υγρό χαρτόπανο θέλει να την σκλαβώσει, και μέσ' στην λάμπα του Αλαντέν θέλει να την εχώσει, σαν το πουλί αθάνατο, αυτή ξαναγεννιέται, και με καινούργια εφόδια, νέους γιους μου ξαμολιέται. Κι έχει μαζί της τον θεό, της εντροπίας το νόμο, κι ο,τι να κάνω και να πω, αυτή το καταριέται. 20030220 Ο κόσμος μου Κάθε βράδυ σου φωνάζω. Το πρωί όταν ξυπνώ, πάντα οι σκέψεις μου σε σένα τριγυρίζουν. Και εσύ είσαι ο κόσμος μου, κι οι σκέψεις μου είσαι εσύ. Κι όλα τα χάδια μου στα στήθια σου, στα μπράτσα σου, στο όμορφο κεφάλι, στο λαιμό σου, κι όλα τα κουλουριάσματα ανάμεσα στα σκέλη σου, στην ήβη, στην κοιλιά σου, είναι η αναπνοή του κόσμου αυτού κι η γη ολάκερη που χτίστηκε από χάδια, χάδια, φιλιά και έρωτα. Και το νερό που τρέχει ακούραστα μέσ' στα ποτάμια, και διακλαδίζοντας φτάνει ως την απώτατη κορφή με την ελπίδα να απλώσει η ζωή σε μια καινούργια διάσταση, μέσα από σένα αγάπη μου. Γι' αυτό οι σκέψεις μου πάντα σ' εσένα τριγυρίζουν, πρωί και βράδυ, με τον ήλιο να γλιστρά μέσα στα σύννεφα, πάνω στην ράχη τ' ουρανού, κι όταν λιωμένος απ' τον έρωτα, βουτά μέσα στη θάλασσα, εγώ εσένα σκέφτομαι, νάρκισσε ουρανέ μου. 20030314 Το ταξίδι του βόα Είχα μόλις ξυπνήσει και δεν κατάλαβα πως βρέθηκα στο στόμα ενός βόα. Έκανα να γυρίσω πίσω, μα οι πόρτες έκλεισαν ορμητικά σφραγίζοντας τα σαγόνια. Τραντάχτηκα απ' τον φόβο μου, μα ένιωσα γρήγορα πως ήμουν άγγιχτος. Κοίταξα γύρω μου, κι ανάμεσα από σχισμές έμπαινε ακόμα λιγοστό το φως της μέρας. Με μια αναπνοή του γλίστρησα και βρέθηκα μέσ' στο σαλόνι της κοιλιάς. Ακούμπησα σε μια γωνιά κι είδα πως είχε κι άλλους επιβάτες το βαγόνι. Λίγα τα λόγια και ψιθυριστά κάτω απ' το βουητό του όφι, καθώς σουρνότανε και ούρλιαζε σαν σκουριασμένη κούνια, και σαν τελεφερίκ που σέρνεται πάνω σε σύρματα μέσα σε βράχια, χαράδρες και βουνά. Κι η ώρα κύλαγε αργά και το ταξίδι έμοιαζε ατέλειωτο μέσα στα σωθικά του ζώου. Και κάθε τόσο ένα ξεροκατάπημα, σταμάταγε το ζώο, κρατιώμαστε μην πέσουμε από το απότομο ξεκίνημα, και που και που, νέα πρόσωπα, νέοι συνεπιβάτες γλυστρούσανε μέσ' στο στομάχι. Θα φτάσουμε ποτέ στο έντερο, αναρωτήθηκα, θα βρούμε πότε λύτρωση, την έξοδο, και τον προορισμό μας; Τότε απρόσμενα η πίσω πόρτα άνοιξε και με ακούμπησε σε μια τεράστια γαλαρία. Φώτα και σήματα ακατανόητα τριγύρω μου, προς που να πάω; Διάλεξα τον κατήφορο. Λίγο πιο κάτω έστριψα αριστερά κι ένιωσα πως έμπαινα ακόμα πιο βαθιά μέσα στη γη. Ήρεμα και ήσυχα εδώ κάτω, καμιά βιασύνη, έτσι και το ρολόι μου είπε να σταματήσει. Έτσι με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα, το όνειρο και το ταξίδι μου είχε τελειώσει. 20030316 Ο ήλιος που σβήνει Ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα περνά μπροστά απ΄ τα μάτια μου. Πόσες φορές θα ξαναδώ τον ήλιο να πεθαίνει; Ίσως να είναι κάμποσες χιλιάδες, μεγάλος αριθμός. Μα ο Μιχάλης που έφυγε δεν μπορεί πια να δει το ηλιοβασίλεμα. Ήτανε μακρινός μου φίλος και σημαντικός, κι αφότου πέθανε, λες και ήρθε πιο κοντά μου. Και η μουσική που ακούω τώρα είναι ενός νεκρού, του Άστορ Πιαζόλα, που φεύγοντας μας άφησε κληρονομιά το μαγικό περπάτημα του πάνω στις νότες. Άραγε του λείπει του Πιαζόλα το ηλιοβασίλεμα; Κι όταν κι εγώ πεθάνω, θα μου λείπει το βασίλεμα; Η σαν το τίποτα, δεν θα έχω τίποτα για να μου λείψει, η μήπως θα είμαι εγώ το ηλιοβασίλεμα, και ο Μιχάλης και ο Πιαζόλα κι όλοι οι νεκροί; Η νύχτα έρχεται σιγά σιγά, τα λόγια μένουν πίσω μοναχά τους, τα λόγια ενός νεκρού που ζει ακόμα. Ίσως γι' αυτό τα αφήνει πίσω του. Ο θάνατος είναι πάντοτε μαζί του, σαν το ηλιοβασίλεμα, ένα κερί αναμμένο μέσ' στο νου, για να φωτίζει το ταξίδι της ζωής του. 20030408 Ψιχάλες Ένα ουράνιο πέπλο σιωπής απλώνεται απάνω στο βουνό, κι ο αγέρας ευωδιάζει με την υγρασία. Ο ήλιος είναι ένα άσπρο χυμένο σεληνόφως μέσ' στα σύννεφα, και οι λέξεις πέφτουν σαν βροχή στην περισυλλογή μου. Μικρές σταγόνες μπλέκονται ανάμεσα από πέτρες και σχισμές της μνήμης μου και πλάθουνε στίχους, δίπλα σε ένα πουλάκι μέσ' στο θάμνο, σιωπηλό και όμορφο, δίπλα σε μια ακρίδα που αναρωτιέται την ισορροπία της σε ένα πράσινο φύλλο. Ρέοντας πάνω στο διψασμένο χώμα, άλλοτε γίνονται τροφή για το αύριο κι άλλοτε βρίσκουν το ποτάμι που κυλά στην γκριζοκύτταρη πλαγιά, περνώντας μέσα από δάση με βελανιδιές, πλατάνια, κυπαρίσσια που στέκονται ενήλικα και ώριμα χαράζοντας το δρόμο προς τη θάλασσα. Έτσι οι στροφές παίρνουν ορμή από την κατηφόρα του βουνού και με λιτό ενθουσιασμό αρχίζουν να χορεύουν φτιάχνοντας ανταύγειες, κυματισμούς, ακόμη και αφρούς μέσ' στη χαράδρα, ως που να βγούνε παντρεμένες πια στο πέλαγο. Ίσως να γίνουνε και αυτές πλατάνια κάποια μέρα σε έναν άλλο βουνό. 20030409 Ο ενήλικος Κάθε άνθρωπος που έχει μεγαλώσει και είναι ενήλικος, ας πούμε πάνω από τριάντα να είναι πια, κρατά μέσ' στο κεφάλι του έναν κόσμο σχεδόν απέραντο, γεμάτο εικόνες, συναισθήματα και εμπειρίες. Τόσες πολλές είναι οι μνήμες που έχει μαζέψει που είναι αρκετές για να γεμίζουν τη ζωή του από δω και μπρος. Και δεκαετίες μπορεί να αφιερώσει, μελετώντας τι οδήγησε σε γεγονότα από το παρελθόν. Και την ζωή του ολόκληρη μπορεί να ξαναζήσει λιγάκι αλλαγμένη μέσα από αναπόλησες και συλλογισμούς. Κι αν θέλει ακόμα και το νόημα του κόσμου να καταλάβει, το υλικό που έχει στριμώξει στο κρανίο του είναι αρκετό. Γι' αυτό και σε ένα πύργο να κλειστεί σε εξορία, ο ενήλικος μπορεί να βρει την ηρεμία και να ζήσει, ενώ ένα παιδί με άδειο το κεφάλι του ακόμα θα τρελαθεί. Αυτά έλεγε ένας ερημίτης που είχε μήνες να αντικρίσει άλλον άνθρωπο. Άραγε ήτανε τρελός; 20030522 Από τον δεύτερο όροφο Ήρεμος που είναι ο ουρανός, τα σύννεφα και το φως αναμιγνύονται με αργό ρυθμό και σιγουριά, γλιστρώντας απαλά και αγκαλιάζονται. Ένα αεράκι μπαίνει απ' το παράθυρο, και η κουρτίνα χαίρεται απ΄ τα χάδια του. Ήχοι ακούγοντε απ' το δρόμο, πουλιά που κελαηδούνε, ένα αυτοκίνητο που πέρασε, το γάβγισμα ενός σκύλου, κι οι κόκορας που μόλις ξύπνησε, η ζωή κυλά και τίποτα δεν χάθηκε. 20030526 Η μπολιασμένη μηλιά Σαν ένα κόμπο η ζωή μου, από μικρό παιδί, προβλήματα που κατοικούν μέσ' στο μυαλό, τριγύρω μου όλο φωνές και κοροϊδίες. Έτσι μπερδεύτηκαν οι σκέψεις μου, κι ήθελα να τους εκδικηθώ κάνοντας πάντα το αντίθετο. Βασανιζόμουν για να τους βασανίσω, κι όσο απομακρυνόμουν, τόσο πολύ κοντά τους έφτανα. Μάταια κι όσα έκαναν για να με πείσουν, μάταιη κι η προσπάθεια να τους αλλάξω. Βάσανα που θα μπορούσαν να μην υπάρχουν, κι ακόμα δένω κόμπο την ζωή μου. 20030530 Ένα κλαρί κι ένα ταγκό Όλη τη ζωή μου δίνω για το ταγκό το γλέντι αυτό που αγάπησα όσο κανένα άλλο, κι όπου να πάω κι όπου βρεθώ, πάντα μαζί μου θα είναι. Σαν το κλαρί στη θάλασσα πέρασα τον ωκεανό, κι ακούμπησα στην άλλη άκρη του κόσμου. Μα δεν χάθηκα. Σε μια μιλόγκα βρέθηκα κι έκανα νέους φίλους, νέες κοπέλες γνώρισα και ξαναερωτεύτηκα. Κι ο χρόνος άρχισε να κυλά πάλι γλυκά, και το κλαρί έφτιαξε ξανά φύλλα και άνθη. Για αυτό μέσ' στη ζεστή αγκαλιά ενός ταγκό πάντα θα ζω. 20030607 Η σημαδούρα Πάνω στα κύματα του χρόνου επιπλέω, τρέχω σε ρεύματα που φεύγουν μακριά και ύστερα επιστρέφουν, κοντά σε αυτή τη σημαδούρα, άδεια κι ελαφριά, που όλο γεμίζει και αντανακλά τα κύματα. Συμμαθητές από τριάντα χρόνια ξαναβρίσκω, σαν σήμερα σαν χθες, οι αποστάσεις χάνονται, παλιές γνωστές, μέρη και ιστορίες που ήξερα, και άλλα που δεν ξέρω, όλες οι επιρροές μου εδώ. Το μόνο που έχω είναι το σώμα μου, και κάποτε θα χαθεί κι αυτό, το μόνο χειροπιαστό, μα είναι σχεδόν άδειο και ελαφρύ. Μυαλό δεν έχω, δεν υπάρχω, τα κύματα με φτιάχνουν. Κι αυτό το ποίημα σε μια Ελένη το χρωστώ, που είδα σε ένα κέντρο και μου είπε, πολύ αγαπάς το σώμα σου. 20030609 Στη σοφίτα Απάνω στη σοφίτα του σπιτιού υπάρχει ένα παράθυρο, μικρό, με σιδερένια σήτα, ψηλό σαν φινιστρίνι, και με κουρτίνα καραβόπανο. Όταν φυσά, βουίζει σαν να ήταν ένα πλοίο, και ώρες κάθομαι από κάτω στο κρεβάτι μου, απολαμβάνοντας την πελαγίσια μουσική του. Τότε οι σκέψεις μου γεμίζουν με το παρελθόν, λόγια που ειπώθηκαν, τα ξανακούω, εικόνες που έλαμψαν, τις ξαναβλέπω, και με τη φαντασία και τη λογική τις αναλύω, με την ελπίδα να μαντέψω το μέλλον μου. Κι άλλοτε πάλι μπαίνω μέσα στο όνειρο κι αναπολώ ατέλειωτα εκείνη την στιγμή που αγκάλιασα την όμορφη δροσερή κοπέλα. Γλυκιά είναι η ζωή. Να γιατί ζω. Για 'κείνη τη στιγμή, για ένα ποίημα, για το βουητό του αγέρα μέσ' στο πέλαγο. 20030610 Γιουνανιστάν Οι πολλοστές μου μέρες είναι ηλιόλουστες κι οι λιγοστές με συννεφιά μου είναι αγαπημένες. Το χώμα μου πάντα ξερό, παχύ, φτιάχνει πηλό με λίγη υγρασία, φτιάχνει λουλούδια για τα μάτια του ανέμου. Θάλασσα και ουρανός τρέχουν μέσα στις φλέβες μου. Η σιωπή και η λιτότητα μαγεύουνε το χρόνο αιώνια ενωμένο με τα βράχια μου και τα νησιά μου. Το φως είναι παντού, και σε τυφλώνει σαν τις Σειρήνες του Ομήρου. Αυτή η ομορφιά είμαι εγώ, κι ό,τι καλό έφτιαξαν οι άνθρωποι στα μέρη μου πηγάζει από την ομορφιά μου. 20030612 Ερημονήσι Μια θάλασσα μέσ' στο κρανίο μου, το κύμα ταλαντεύει το νου μου. Πολλά τα ποιήματα που έγραψα, και οι ιστορίες και εικόνες που έπλασα, κι όμως όλα ένα τίποτα μέσα στον απέραντο κόσμο. Πολλά τα ταξίδια που έκανα σε μακρινά και παράξενα μέρη, κι όμως τα πιο αγαπητά μου είναι τα μικρά νησιά του Αιγαίου. Πολλές οι συνήθειες που άκουσα που κάποτε με αιχμαλώτισαν, και πολλές οι κουβέντες που αντάλλαξα με παρέες που τώρα δεν θέλω. Τα δικά μου στολίδια μόνο διάλεξα, και τα λίγα χρώματα που μου ταιριάζουν, και μονάχος μου επανάσταση σήκωσα χωρίς το δαχτυλάκι μου να κουνήσω. Έτσι το δρόμο μου χάραξα και καθώς πέρασα, έσβηνε από πίσω, και μόνο μια φωνούλα απέμεινε να ψυθυρίζει για λίγο. Από δω ήταν καλά, δοκιμάστε το, ίσως και εσάς να ταιριάζει. Ησυχία, τον αγέρα, τη θάλασσα, τα σύννεφα, τη βροχή και τον ήλιο, μονάχα το σώμα, τις λέξεις, και τα μάτια μου, σαν ένα ερημονήσι τώρα θέλω να μείνω. 20030808 Γάτοι και γάτες Ιδού ένας γάτος ντροπαλός, γκριζόμαυρος χνουδάτος, που όλο τρέχει σαν τρελός με μιαν ξανθιά γατούλα. Είναι λιγνή και όμορφη κι όλο του κάνει γλύκες, κι όλο κοντά του τριγυρνά γιατί πολύ τον θέλει. Περνά μια μέρα, δεύτερη, την τρίτη πια πηδιούνται, τον δρόμο πήρανε μαζί και αγκαλιά κοιμούντε. Ιδού κι ο πρώην γκόμενος, περνάει και τους βλέπει, καρφάκι δεν του καίγεται, άλλα στο νου του έχει. Και η μικρή γατούλα μας, ούτε τον χαιρετάει, ούτε που τον θυμάται πια, καινούργια όνειρα γνέφει. Κι ο τωρινός της σύζυγος, καθόλου δεν ζηλεύει, αφού είναι γλύκα κι υγιής, το παρελθόν το βρέχει. 20030809 Αυτοκριτική Είναι στιγμές που ο,τι έχει γράψει στη ζωή του του φαίνεται σαχλό, κι είναι στιγμές που κι η ζωή του ακόμα μοιάζει άδεια. Τότε αν είναι τυχερός, θα δει το έργο κάποιων άλλων διάσημων, που είναι εξίσου ανιαρό. Κι έτσι θα θυμηθεί πως όλα είναι μια ιδέα, ένα τίποτα, κι η αναζήτηση της αναγνώρισης μια ματαιοδοξία. Έτσι ηρεμεί και συνεχίζει το έργο του αυθόρμητα, χωρίς να νοιάζεται την γνώμη των πολλών, κι ούτε την γνώμη τη δική του σε μιαν άλλη στιγμή, μόνο το τώρα έχει γι αυτόν μια μικρή σημασία. 20030810 Η ομπρέλα Μαύρη και γλιστερή σαν νυχτερίδα που μόλις γύρισε από πέταγμα μέσ' στη βροχή, μικρές σταγόνες πάνω της και υγρασία, με τα φτερά της διπλωμένα, στέκεται προσοχή. Το κεφαλάκι της κρυμμένο μέσ' στα φύλλα, έχει μια μύτη που προεξέχει σαν κουμπί. Ο σκελετός της μοιάζει με ξυλαράκια σαν τις ακτίνες μίας ρόδας, σαν σηκωθεί. Με υπομονή θα περιμένει άλλη μια μέρα, ώσπου ο κύριος της να έρθει να την βρει, κι αν είναι πάλι άτυχη και έχει λιακάδα, σιωπηλά θα μείνει στην γωνία ώσπου η βροχή να έρθει να την λυπηθεί. 20030811 Κέμι Μαλλιά σγουρά και κορακάτα ως το λαιμό, κορμί γεμάτο θηλυκότητα να σε τρελαίνει, βλέμμα σεμνό μα όλο φωτιά σαν δυο αναμμένα κάρβουνα, λιγνόψηλη με τις καμπύλες της εκεί που πρέπει. Τα λόγια μετρημένα, λίγες κουβέντες, και τα χαμόγελα αλλόκοτα, απρόσμενα, σαν να μην έμαθε ακόμα να χαμογελά σαν μια ψυχή που γνώρισε βαθιά τον πόνο και τον φόβο. Είναι ένας πόνος να την βλέπεις στο ταγκό. Είναι μαζί απόλαυση και πόνος, πικρό φαρμάκι μαζί της να χορεύεις, να νιώθεις το κορμί της να απλώνεται ατέλειωτα απάνω στο δικό σου, να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου, να αρχίζεις να ελπίζεις, κι αυτή πάντα να φεύγει στον τέταρτο χορό, με ένα παράξενο ευχαριστώ, κι εσύ να λες γιατί; Ίσως κανέναν άνδρα να μην θέλει η Κέμι, αφού με όλους μας χορεύει μόνο τρεις χορούς. Ίσως κανείς μας να μην είναι αρκετός για αυτήν, αφού στην άκρη προτιμά να κάθεται να περιμένει. Ισως η Κέμι να είναι η ίδια το ταγκό, πάντα ντυμένη μαύρα ελκυστικά, γυμνή η πλάτη και οι ώμοι, μονάχη της, γεμάτη πόνο και καημό. Ναι, η Κέμι είναι ένα ταγκό. 20030812 Επιστολές Πάντοτε έγραφε ποιήματα από μικρό παιδί, κι όταν δεν έγραφε, τα τραγουδούσε μέσα του. Του άρεσε να παίζει με τις λέξεις, κάτι σαν να χορεύει και να περπατά. Έβλεπε μιαν ιδέα και την γαργαλούσε, την χάιδευε και την γυρόφερνε, σαν το γατάκι που παίζει με μιαν ακρίδα, σαν δυο παιδιά ερωτευμένα να φιλιούντε. Κι ένιωθε περήφανα όταν έβρισκε τον συνδυασμό, εκείνη την σπάνια λέξη που χρειαζόταν. Ίσως απλή, μα ήταν για αυτόν πρωτόγνωρη, τον ξάφνιαζε πόσο όμορφη μπορεί να ήταν. Έτσι έπλαθε ιστορίες, αληθινές και ψεύτικες που μοιάζανε με επιστολές γραμμένες σε τραγούδια. Κι ας έλειπε ο παραλήπτης, και απάντηση ας μην είχαν, ποτέ του δεν σταμάτησε να γράφει μ' επιμέλεια και φροντίδα. 20030813 Χωρίς ηλεκτρικό Μετά το ηλιοβασίλεμα, η νύχτα απλώνεται σαν μια πυκνή ομίχλη μέσ' στη πόλη. Αραιά φωτάκια ανάβουνε, πάνω σε πύργους για ασφάλεια, και αυτοκίνητα που συνεχίζουν να κυκλοφορούν μοιάζουνε με βαρκούλες που κάνουνε πυροφάνι μες τη θάλασσα. Σειρήνες και συναγερμοί ακούγονται συχνά, πολλοί φοβούνται για ληστείες που θα γίνουν, ένα πιστόλι εκπυρσοκροτεί, να μια φωτοβολίδα, κάποιοι μεθούνε και γιορτάζουνε για το σπάσιμο της ρουτίνας. Ο γείτονας μου από αριστερά, μιλά επί ώρες με το ασύρματο τηλέφωνο χωρίς να σκέφτεται ότι η μπαταρία του τελειώνει. Στο διαμέρισμα από δεξιά, ακούω μουγκρίσματα και αγκομαχητά γεμάτα γυναικείο πάθος. Σε τέτοιες ώρες που δεν ξέρεις αν θα έρθει το αύριο, είναι πολύ γλυκό να βρίσκεσαι με ένα πήδημα στον παράδεισο. Ο ουρανός πάνω από την πόλη γέμισε με αστέρια, οι δρόμοι γίνανε ποτάμια και χαθήκανε, μονάχα που και που ένας φακός που περπατά, σαν να ήτανε περιπολία στρατιώτη, κι η πόλη υπό κατοχή. Κι όμως η πόλη είναι όμορφη, έτσι ντυμένη μαύρα και ολόγυμνη. 20030820 Το βαλς ενός έρωτα Η ζωή είναι γλυκιά, κι εγώ λιώνω για σένα. Πονάω και γελώ, μ' όλα τα περασμένα. Χιλιάδες ζωές έχω ζήσει κρυφά σε ιστορίες και καρδιές που έχουν φύγει. Και κάθε λεπτό που μπροστά μου περνά με φωτίζει και μου ψυθυρίζει: Δεν αντέχω τις έννοιες του κόσμου, δεν αντέχω ρουτίνα δουλειά, δεν αντέχω να ζω με τον φόβο, να αναμένω τι θα έρθει μετά. Για αυτό κοντά σου θα έρθω, στην γλυκή σου αγκαλιά να βρεθώ. Για το σήμερα ζω και αναπνέω, με τραγούδι, ξενοιασιά και χορό.